Ε ν ι κ ό ς α ρ ι θ μ ό ς | |||
Ονομαστική | ο σκύλος | η πόρτα | το θρανίο |
Γενική | |||
Αιτιατική | |||
Κλητική |
Π λ η θ υ ν τ ι κ ό ς α ρ ι θ μ ό ς | |||
Ονομαστική |
|
|
|
Γενική | |||
Αιτιατική | |||
Κλητική |
Ένας μεγάλος αετός πέταξε ορµητικά από κάποιο ψηλό βράχο και άρπαξε ένα άσπρο αρνί από το κοπάδι ενός νεαρού βοσκού. Μια μαύρη καλιακούδα, που τον είδε, ήθελε να τον µιµηθεί. Έκανε µια βουτιά µε σάλαγο και όρµησε πάνω σε ένα δυνατό κριάρι. Καθώς όµως χώθηκαν τα μεγάλα νύχια της στο κατσαρό µαλλί του και δεν µπορούσε να ξεφύγει, άρχισε να φτερουγίζει, ωσότου ο βοσκός, που κατάλαβε τι γινόταν, έτρεξε και την έπιασε. Έκοψε τα φτερά της και, µόλις βράδιασε, την πήγε στα μικρά παιδιά του. Όταν αυτά τον ρώτησαν τι πουλί ήταν, απάντησε: -Εγώ ξέρω πως είναι καλιακούδα, αυτή όµως νοµίζει πως είναι αετός.
Α ρ σ ε ν ι κ ό | Θ η λ υ κ ό | Ο υ δ έ τ ε ρ ο |
ο μεγάλος | η μεγάλη | το μεγάλο |
φτωχός, θρανίο, καλός, πέτρα, φανταστικός, τρελός, γάτα, πόρτα, όμορφος, έξυπνος, παπαγάλος, κόκκινος, τραπέζι, μολύβι, χάρτινος, βιβλίο
Ε ν ε σ τ ώ τ α ς | Π α ρ α τ α τ ι κ ό ς | Α ό ρ ι σ τ ο ς | |
ε γ ώ | τ ρ έ χ ω | ||
Ε ν ε σ τ ώ τ α ς | Π α ρ α τ α τ ι κ ό ς | Ε ν ε σ τ ώ τ α ς | Π α ρ α τ α τ ι κ ό ς | |
ε γ ώ | ε ί μ α ι | έ χ ω | ||