ΣΤΙΣ  ΠΑΡΥΦΕΣ

ΤΟΥ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ

ΚΟΚΚΑΛΙΑ» ΠΗΓΕΣ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ}

  ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΦΥΛΑ  

 

ΔΡΥΟΠΕΣ                    

          ΠΕΛΑΣΓΟΙ

                 ΑΙΜΟΝΕΣ

                     ΑΡΚΑΔΕΣ       

                          ΑΧΑΙΟΙ

                             ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ

                               ΔΟΛΟΠΕΣ

                                   ΔΩΡΙΕΙΣ                                 

                                          ΣΕΛΛΟΙ – ΕΛΛΟΙ – ΓΡΑΙΚΟΙ

                                                ΑΙΝΙΑΝΕΣ – ΑΙΤΩΛΟΙ

 

 ΕΛΛΑΔΑ - ΕΛΛΗΝΕΣ         ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΕΣ        ΜΑΝΤΕΙΟ  ΤΗΣ  ΔΩΔΩΝΗΣ  

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α΄. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ

Η Προϊστορία, είναι αντικείμενο της επιστήμης που μελετά τη δράση και την πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπου πριν από τους ονομαζόμενους Ιστορικούς χρόνους. Αρχίζει δηλαδή με την εμφάνιση του ανθρώπου στη Γή, πριν από 900.000 χρόνια περίπου και τελειώνει με την έναρξη της χρησιμοποίησης της γραφής, για την καταχώρηση γεγονότων και μαρτυριών της δράσης του, στην ονομαζόμενη Ιστορική περίοδο. Για τη συστηματική μελέτη της εξέλιξης του ανθρώπου σε αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα η επιστήμη και συγκεκριμένα ο Δανός αρχαιολόγος Christian Thomsen εισήγαγε το 1836 το σύστημα των τριών Περιόδων - Εποχών που ακολουθείται μέχρι σήμερα, όπως: Εποχή Λίθου, Εποχή Χαλκού & Εποχή Σιδήρου. 

Η Εποχή του Λίθου αρχίζει από την εμφάνιση του ανθρώπου στη Γή, περίπου από τα 900.000 π.Χ και τελειώνει στα 3.200 π.Χ. Στο μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα της εξέλιξης του ανθρώπου, οι προϊστοριολόγοι διέκριναν διάφορα στάδια και υποδιαίρεσαν την περίοδο αυτή ως εξής: Αρχαιότερη Παλαιολιθική Εποχή (900.000–100.000 π.Χ), Μέση Παλαιολιθική (100.000–33.000 π.Χ), Νεότερη Παλαιολιθική (33.000 – 10.000 π.Χ), Μεσολιθική Εποχή (10.000 – 8.000 π.Χ), Νεολιθική Εποχή (8.000 –3.200 π.Χ). [Η Νεολιθική Εποχή (8.000– 3.200 π.Χ), έχει και διάφορες υποδιαιρέσεις όπως: Ακεραμική ή Προκεραμική, Αρχαιότερη Νεολιθική, Μέση Νεολιθική, Χαλκολιθική, Τελική Νεολιθική].

Η Εποχή του Χαλκού είναι η εξέλιξη του υλικού πολιτισμού του ανθρώπου που ακολούθησε την Εποχή του Λίθου. Η Εποχή του Χαλκού ονομάζεται στην αρχή της περιόδου Χαλκολιθική και διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Για παράδειγμα στην Ανατολική Μ. Ασία ο χαλκός ήταν γνωστός από τα 6.500 π.Χ, στην Ελλάδα η Εποχή του Χαλκού άρχισε περί τα 3.200 π.Χ, και στην Κίνα το 1.800 π.Χ.

Η Εποχή του Σιδήρου που ακολούθησε από τα 1.000 π.Χ περίπου, οδήγησε στο τέλος της Εποχής του Χαλκού και στην αρχή μίας Νέας Εποχής αυτής του Σιδήρου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της 2ης χιλιετίας χρησιμοποιείτο και το κ ρ ά μ α χαλκού και ψευδαργύρου που είναι γνωστό ως μπρούτζος.

Μετά από μία μακραίωνη Νεολιθική περίοδο τριών περίπου χιλιετιών, η εισαγωγή και η χρήση των μετάλλων, στην κατασκευή των όπλων και των οικιακών εργαλείων, σηματοδότησε την έναρξη μίας νέας εποχής για τον Ελλαδικό χώρο. Ο πρώτος, υψηλού επιπέδου, πολιτισμός της Εποχής του Χαλκού αναπτύχθηκε στην Κρήτη, από τον μυθικό Βασιλιά –Μίνωα– της Κνωσού και γι’αυτό ονομάσθηκε «Μινωικός πολιτισμός». [Πρωτομινωική περίοδος (2.800 – 1900 π.Χ), Μεσομινωική περίοδος (2000 – 1500 π.Χ), Υστερομινωική περίοδος και Κρητομυκηναϊκή περίοδος (1500 – 1100 π.Χ)]. Αξιόλογο πολιτισμό ανέπτυξαν και οι Κυκλάδες που διακρίθηκαν στην παραγωγή ιδιόμορφων μαρμάρινων ειδωλίων καθώς και αγγείων και έργων μικροτεχνίας. [Πρωτοκυκλαδική περίοδος (3200– 2000 π.Χ), Μεσοκυκλαδική περίοδος (2300 – 2000 π.Χ) και Υστεροκυκλαδική περίοδος (1600 – 1100 π.Χ)].

Την ίδια περίοδο και ειδικότερα τον 16ον αιώνα π.Χ, αναπτύχθηκε πολιτισμός και στην Ηπειρωτική Ελλάδα με την ονομασία «Μυκηναϊκός πολιτισμός», που πήρε το όνομά του από τις «χρυσές» Μυκήνες, που ήταν το σπουδαιότερο κέντρο του. [Πρωτοελλαδική περίοδος (3.000 – 2.000 π.Χ), Μεσοελλαδική περίοδος (2.000 -1.600 π.Χ), Υστεροελλαδική ή Μυκηναϊκή περίοδος (1600 – 1100 π.Χ) και Υπομυκηναϊκή περίοδος (1450 -1100 π.Χ)].

Β΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Η Χρονική περίοδος που βρίσκεται από τα 1100 π.Χ, δηλαδή από το τέλος της Μυκηναϊκής και Υπομυκηναϊκής περιόδου, έως τα 395 μ.Χ, που το Ρωμαϊκό κράτος διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος και σε Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. Η μεγάλη αυτή περίοδος υποδιαιρείται σε τέσσερις μεγάλες ενότητες.: Στην Αρχαϊκή περίοδο (1100 – 500 π.Χ), την Κλασική περίοδο (500 π.Χ – 323 π.Χ) την Ελληνιστική περίοδο (323 π.Χ – 31 π.Χ) και την Περίοδο της Ρωμαιοκρατίας (31 π.Χ – 395 μ.Χ). Σ/Σ (168 π.Χ έως 31 π.Χ Ελληνο - Ρωμαϊκός πολιτισμός).

 

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

Για την προέλευση των πρώτων κατοίκων στον Ελλαδικό χώρο και την εθνολογική τους ταυτότητα δεν είναι τίποτα βέβαιο, τα πάντα παραμένουν στο στάδιο των υποθέσεων και της πιθανολογίας. Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο ότι υπήρχε ανθρώπινη παρουσία από αυτόχθονες, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, τουλάχιστον από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά ευρήματα, από την Ηπειρωτική κυρίως Ελλάδα (Χαλκιδική, Ήπειρο, Θεσσαλία & Δυτική Φθιώτιδα):

1 / Στο σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική, βρέθηκε ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα στον κόσμο, το κρανίο του ανθρώπου του «Νεάντερταλ» μοναδικό για την Ελλάδα και το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης (παρόμοιο βρέθηκε στο Νεάντερταλ, κοντά στο Ντύσελντορφ της Γερμανίας, απ’ όπου πήρε το όνομά του: Homo Neandethal). Το ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στο σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική, χρονολογείται στα 300.000 π.Χ. Επίσης, στο ίδιο σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική, βρέθηκαν δύο νέοι ανθρώπινοι σκελετοί, (όπως ανακοίνωσε τον Μάϊο του 1981 ο ανθρωπολόγος Αρ. Πουλιανός) και χρονολογούνται στα 800.000 π.Χ (Ιωαν. Δ. Πασσάς, “ΟΡΦΙΚΑ, Σελ. 115).

2 / Στο σπήλαιο της Θεόπετρας Τρικάλων, βρέθηκαν δύο ανθρώπινοι σκελετοί, ο ένας της Νεότερης Παλαιολιθικής Εποχής, χρονολογημένος στα 14.500 π.Χ και ο άλλος της Νεολιθικής, χρονολογημένος στα 7.050– 7.010 πΧ, που επιβεβαιώνουν μεταξύ αποσπασματικών ανθρωπολογικών ευρημάτων, την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στο σπήλαιο σε αυτές τις τόσο πρώϊμες περιόδους. Το σπήλαιο της Θεόπετρας των Τρικάλων, βρίσκεται στις υπώρειες της Πίνδου και των Χασίων, έχει έκταση 500 τ.μ περίπου και συνδυάζει πολλές και διαδοχικές πολιτισμικές περιόδους, τουλάχιστον από τα 70.000 π.Χ έως τα 3.500 π.Χ (Μέση και Αρχαιότερη Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Νεολιθική Εποχή).

3 / Στους οικισμούς Σέσκλο και Διμήνι της Θεσσαλίας, βρέθηκαν ίχνη κατοίκησης που ανάγονται στο μέσα της 7ης χιλιετίας (Ακεραμεική Περίοδος), ενώ η κύρια φάση της ανάπτυξης εντοπίζεται στη Μέση Νεολιθική Περίοδο (5.800 – 5.300 π.Χ), κατά την οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του αρχαιολόγου Δ. Θεοχάρη, ο πληθυσμός των οικισμών ανερχόταν σε 3000 – 4.000 κατοίκους. Επίσης, Βόρεια του Σέσκλου (14 χ.λ.μ Δυτικά του Βόλου), στη θέση «Σπαρτιά» βρέθηκε άλλος Νεολιθικός οικισμός με τα σχετικά ευρήματα, δηλαδή κεραμική, λίθινα και πήλινα εργαλεία κ.λ.π, καθώς και ένα Ιερό με επιγραφή ΤΗΛΕΦΙΛΟΣ Μ’ ΑΝΕΘΗΚΕΝ ΤΩ ΗΡΑΚΛΗ. Αυτή η επιγραφή χαραγμένη σε μία ομφαλωτή χάλκινη φιάλη και σε τοπικό αλφάβητο της αρχαϊκής εποχής, είναι εύρημα σπάνιο από μόνο του. Επίσης, η κεραμική σημειώνει σημαντική τεχνική και αισθητική βελτίωση («βερνικωτή» κεραμική, γραπτή διακόσμηση με γραμμική γραφή κ.λ.π). Η κεραμική του «πολιτισμού του Σέσκλου» εξαπλώνεται σε όλη την Θεσσαλία και έξω από αυτήν, όπως στην κοιλάδα του Αλιάκμονα, στα Βόρεια (Σέρβια), στην κοιλάδα του Σπερχειού (Λειανοκλάδι), και στην Β/Α Πελοπόννησο (Αργολίδα).

4 / Στο σπήλαιο «Κοκκινόπηλο» της Ηπείρου, βρέθηκαν τα παλαιότερα εργαλειακά σύνολα από «στομωμένες» λεπίδες (ίχνη Homo Sapiens) που χρονολογούνται πριν τα 35.000 π.Χ, στην αρχή της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Επίσης,όμοια εργαλειακά σύνολα αυτής της περιόδου, βρέθηκαν και στα σπήλαια «Ασπροχάλικο» και «Καστρίτσα» της Ηπείρου. Το πρώτο όμως σπήλαιο, που βρέθηκαν όμοια ευρήματα αυτής της περιόδου, ήταν το σπήλαιο «Σεϊντί» στην Κωπαϊδα, κατά την ανασκαφή που διεξήχθη το 1941.  Ο άνθρωπος που πρωτοκατοίκησε στο Σεϊντή, Σύμφωνα με τον Πάρι Βαρβαρούση “Σεϊντί Παλαιολιθική κατοίκηση στη Βοιωτία, ο άνθρωπος που πρωτοκατοίκησε στο Σεϊντί ανήκει στην εποχή των παγετώνων, όταν μεγάλο τμήμα της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, καθώς και της Κεντρικής Ελλάδος και την περιοχή της Πίνδου καλύπτονται με πάγους”. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε στον Ευρωπαϊκό χώρο ο homo sapiens, ο πρώτος ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος. Το Σεϊντί που βρίσκεται όπως προαναφέρθηκε στην Κωπαϊδα (κοντά στην Αλίαρτο). Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως σπήλαιο, Όμως είναι μία βραχοσκεπή με μικρό βάθος. Οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν τον περασμένο αιώνα έφεραν στο φώς Παλαιολιθικά κατάλοιπα και πλειστοκαινική πανίδα μεγάλων θηλαστικών, ενώ στα κατώτερα στρώματα της βραχοσκεπής βρέθηκαν λιθοτεχνίες από πυριτόλιθο, ίχνη φωτιάς, οστά και δόντια θηλαστικών, υπολείμματα οστράκων και κατάλοιπα διατροφής των κατοίκων, που χρονολογούνται πριν από 30.000 χρόνια π.Χ. Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι από το 1941 έψαχναν τις πολιτισμικές τους ρίζες την περίοδο των παγετώνων στο σπήλαιο - βραχοσκεπή Σεϊντί Αλιάρτου.     

5 / Στο Νεοχώρι Φθιώτιδος, βρέθηκε πυραμίδα που κατά πολλούς μελετητές, χρονολογείται στα (11.000 π.Χ), Νεότερη Παλαιολιθική Εποχή (Δημήτριος Βαρδίκος, βιβλίο « ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ», σελ. 455).

6 / Στην κοιλάδα του Σπερχειού, βρέθηκαν κατά καιρούς σε διάφορες τοποθεσίες στο Λειανοκλάδι και το Αμούρι, στη θέση Καστρόρραχη βόρεια της Φτέρης Φθιώτιδος, στη θέση Φουρνοσπηλιά της Οίτης νότια των Λουτρών Υπάτης, στη θέση Διασέριανη ανατολικά της Σπερχειάδος, στον οικισμό Περιβόλι Φθιώτιδος, που βρίσκεται στις πλαγιές του σημερινού παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου, κ.ά), βρέθηκαν οικισμοί, πέτρινα εργαλεία, όστρακα κ.λ.π, που ανάγονται στη Νεολιθική Εποχή (8.000 – 3.200 π.Χ).

7 / Στον σημερινό οικισμό Μάρμαρα Φθιώτιδος (μέχρι 1928 Σέλλιανη), που βρίσκεται κατά μήκος του αρχαίου δρόμου που συνέδεε την Ήπειρο και την Θεσσαλία με την Ν. Ελλάδα και την Πελοπόννησο, βρέθηκε το 1987 από την αρχαιολόγο Φανουρία Δακορώνια (ΙΔ΄.ΕΠΚΑ, Λαμίας), νεκροταφείο της Υπομυκηναϊκής περιόδου (1450 – 1100 π.Χ).

8 / Στη θέση “Κουτρουλού Μαγούλα”, κοντά στα χωριά Βαρδαλή και Νέο Μοναστήρι Φθιώτιδος, βρέθηκε πρόσφατα οικισμός του 5.800 - 5.300 π.Χ, που σύμφωνα με τους αρχαιολόγους κατοικήθηκε κατά την Μέση Νεολιθική Περίοδο από μία κοινότητα μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, οι οποίοι κατασκεύασαν ιδιαίτερα προσεγμένα σπίτια από πέτρα και πλιθιά με πέτρινα υποστρώματα δαπέδων (Βλ. Σχετική φωτογραφία στην ίδια Σελίδα).  

Οι παραπάνω περιπτώσεις αναφέρθηκαν ενδεικτικά προκειμένου να καταδειχθεί η ύπαρξη αυτοχθόνων κατοίκων στον Ελλαδικό χώρο πριν την εισβολή των επήλυδων φύλων. Τα ευρήματα του σπηλαίου των Πετραλώνων της Χαλκιδικής και του σπηλαίου της Θεόπετρας των Τρικάλων, επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στον Ελλαδικό χώρο, σε αυτές τις τόσο πρώϊμες περιόδους της Μεσολιθικής και της Παλαιολιθικής Εποχής. Επίσης, η ανάπτυξη της κεραμικής τεχνολογίας, από τα πολύ πρώϊμα στάδια, χρονολογικά και τεχνολογικά, επιβεβαιώνει την γηγενή ανάπτυξη του Νεολιθικού πολιτισμού στον Ελλαδικό χώρο και διαψεύδει την ξένη βιβλιογραφία που ανέφερε μέχρι πρόσφατα, ότι η ανάπτυξη του Νεολιθικού πολιτισμού στον Ελλαδικό χώρο ήταν αποτέλεσμα εισαγωγής του από τη Μέση Ανατολή, με τις μετακινήσεις των πληθυσμών.

Αναμφισβήτητα υπήρξε εισβολή επήλυδων φύλων στον Ελλαδικό χώρο από τα 5500 π.Χ έως και τα 2500 π.Χ, ενδεχομένως και νωρίτερα, όμως τα διάφορα φύλα που είχαν εισχωρήσει στον Ελλαδικό χώρο ως εισβολείς και τους οποίους αποκαλούμε «Πρωτοέλληνες», βρήκαν αυτόχθονες πληθυσμούς εγκατεστημένους στον χώρο αυτό. Ο αυτόχθων - αρχαιοελληνικός πληθυσμός, γνωστός και ως «Προελληνικός», ήταν ένας Μεσογειακός λαός εγκατεστημένος στον ευρύτερο Αιγαιακό χώρο και ήταν φορέας ενός τοπικού πολιτισμού. Η Πρωτοελλαδική περίοδος και κυρίως η Μεσοελλαδική, ήταν η περίοδος κατά την οποία έγινε η σύζευξη των δύο πληθυσμιακών στοιχείων, των αυτοχθόνων και επήλυδων. Η Μεσοελλαδική Περίοδος 1900 - 1600 π.Χ, είναι η περίοδος της φυλετικής ενοποίησης – αφομοίωσης με την αμφίδρομη διαδικασία δούναι και λαβείν. Τα τρία ή και περισσότερα ως προς την καταγωγή πληθυσμιακά στοιχεία-φύλα συνενώνονται και αλληλοεπιβάλλουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους, γλωσσικά ενδεχομένως υπερισχύουν οι επήλυδες και πολιτιστικά οι αυτόχθονες. Το αμάλγαμα αυτό πήρε την τελική του μορφή κατά το τέλος της Μεσοελλαδικής περιόδου, όπου συντελέστηκε η διαμόρφωση των Ελληνικών φύλων της Μυκηναϊκής περιόδου (1600 - 1100 π.Χ).

Σύμφωνα με όσα μέχρι σήμερα είναι γνωστά, η Ελληνική φυλή προήλθε από την συγχώνευση των τριών τουλάχιστον στοιχείων - φύλων:

α / Από τους ολιγάριθμους απογόνους των αυτοχθόνων πληθυσμών που κατοικούσαν στον Ελλαδικό χώρο, από την Αρχαιότερη Παλαιολιθική Εποχή έως και τη Μέση Παλαιολιθική (600.000 – 33.000 π.Χ) όπως: Σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική, Σπήλαιο της Θεόπετρας Τρικάλων, «Δρύοπες» Παρυφές Τυμφρηστού, Οίτη, Παρνασσός κ. ά.

β / Από τους πληθυσμούς που κατοικούσαν στον Ελλαδικό χώρο, κατά την Νεότερη Παλαιολιθική Εποχή (33.000 – 10.000 π.Χ) (Δρύοπες, Έκτηνες, Πελασγοί, Αίμονες, Αρκάδες).

γ / Από τα Αριοευρωπαϊκά φύλα που εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στον Ελλαδικό χώρο, στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής και στις αρχές της Εποχής του Χαλκού (8000 – 3200 π.Χ) (Κυλικράνες, Άβαντες, Καύκωνες, Λέλεγες, Μινωϊτες, Τέμμικες, Ύαντες, Άονες).

          Αρχαία Ελληνικά φύλα της Μέσης & Νεότερης Παλαιολιθικής Εποχής

1 / Οι Δρύοπες, ήταν από τους πρώτους κατοίκους του Ελλαδικού χώρου οι ονομαζόμενοι από τους ιστορικούς ερευνητές «Προέλληνες». Κατοικούσαν στις Παρυφές του Τυμφρηστού, την Οίτη και τον Παρνασσό και είχαν για κατοικίες τους τις οπές (κουφάλες) των δρυών (βαλανιδιών), από τις οποίες προέρχεται και η ονομασία τους «Δρύοπες». Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, που βασίστηκαν σε απολιθωμένο υλικό, οι  πρόγονοι  των Δρυόπων ήταν ανθρωπόμορφα όντα από τα οποία, μετά από 1,5 έως 2 εκατομμύρια χρόνια περίπου, εξελίχθηκε ένας κλάδος που προήλθε ο σημερινός άνθρωπος. Υπάρχουν βιολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά (τόξα υπερόφρυα, κυνόδοντες κ.ά), που διαφοροποιούν τους ανθρωποειδείς πιθήκους Γορίλλα και Χιμπατζή από τον άνθρωπο. Τα νεότερα ευρήματα με τη μοριακή βιολογία, χρωμοσωμική ανάλυση, ανοσοβιολογία, ραδιοχρονολόγηση κ.λ.π, υποχρεώνουν τους επιστήμονες σε διαρκή επανεκτίμηση της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου και οδηγούν σε αναθεώρηση των καθιερωμένων απόψεων. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ευρήματα της Παλαιολιθικής Εποχής στην περιοχή που κατοικούσαν αυτά τα ανθρωπόμορφα όντα, που εμείς ονομάζουμε Δρύοπες, προκειμένου οι επιστήμονες να καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν σπήλαια στην περιοχή αυτή, που ενδεχομένως να βρίσκονταν κάποια ίχνη εκείνης της Εποχής. Άλλωστε ένας από τους λόγους που οι «Δρύοπες» είχαν για κατοικίες τους τις οπές (κουφάλες) των Δρυών, ήταν διότι δεν υπήρχαν σπήλαια στην περιοχή. Οι Δρύς (βαλανιδιές) ήταν ιερό δένδρο για τους «Δρύοπες», διότι εκτός από τις οπές των κορμών τους που τις χρησιμοποιούσαν για κατοικίες, τους εξασφάλιζαν και την τροφή με τα βαλανίδια τους. Δεν είναι τυχαίο ότι η βαλανιδιά ήταν ιερό δένδρο όχι μόνο για τους «Δρυίδες» (τους ιερείς των Δρυόπων που συνόδευσαν τους Αργοναύτες στην Ευρώπη), αλλά και για τα φύλα που έφθασαν στην περιοχή πολύ πριν το 5.000 π.Χ και συνενώθηκαν με τους «Δρύοπες» (Πελασγοί, Αίμονες κ.ά), οι οποίοι παρέλαβαν τα πολιτιστικά τους στοιχεία, κυρίως της Θρησκείας τους («της Μεγάλης Θεάς Δρυός») και τα ενσωμάτωσαν στις δομές της νέας κοινωνίας τους και της νέας Θρησκείας τους (Δίας, Διώνη, Απόλλωνας, Δήμητρα, Αθηνά, κ.ά). Όπως είναι γνωστό τόσο στο αρχικό Μαντείο της Δωδώνης (ιερός ναός του Δία και της Διώνης), που βρίσκετο αρχικά στην περιοχή του Σαραντάπορου Περραιβίας, όσο και στο νέο Μαντείο της Δωδώνης Ηπείρου, η Δρύς (φηγός) ήταν ιερό δένδρο. Αλλά και το άλλο Μαντείο των «Δελφών», (ο «ομφαλός» της Γης), που εξελίχθηκε αργότερα στο Μεγαλύτερο Μαντείο του κόσμου, ήταν δημιούργημα των «Δρυόπων» που κατοικούσαν στον Παρνασσό.

2 / Οι Έκτηνες ή Εκτήνες, ήταν οι παλαιότεροι κάτοικοι των Θηβών της Βοιωτίας και σύμφωνα με τον Παυσανία αρχηγός τους ήταν ο «αυτόχθων» Ώγυγος, που είχε για σύζυγο την Θήβη, θυγατέρα του Δία. Όταν βασίλευε στην Βοιωτία και την Αττική ο Ώγυγος, συνέβη ο μεγαλύτερος κατακλυσμός στον Ελλαδικό χώρο και ονομάσθηκε κατακλυσμός του Ωγύγου. Υπολογίζεται από τους ειδικούς επιστήμονες ότι αυτό συνέβη περί τα 25.000 π.Χ. Την Εποχή αυτή έγινε μεγάλη αναταραχή στο Ηλιακό μας σύστημα και μεγάλες ανακατατάξεις στους πλανήτες που βρίσκονταν κοντά στον Ήλιο. Σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, μεγάλο τεμάχιο από διαλυμένο πλανήτη έπεσε στη Γη, ενδεχομένως στον Ατλαντικό και καταβύθισε την Ατλαντίδα. Ο Ισημερινός άλλαξε θέση και τα νερά της θάλασσας της Σαχάρας χύθηκαν στον Ατλαντικό, καθώς το κέντρο της σημερινής ερήμου ανυψώθηκε. Ο κατακλυσμός επηρέασε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα το σημερινό Αιγαίο. Η Γή βυθίστηκε από 200 έως 2.000 μέτρα και έγινε το μεγαλύτερο μέρος θάλασσα, ενώ οι πρώην βουνοκορφές αποτελούν τα σημερινά νησιά του Αιγαίου.

3 / Οι Πελασγοί, ήταν μάλλον ένα όνομα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μεγαλύτερο τμήμα των αρχαιοελλήνων που σώθηκαν από το μεγάλο κατακλυσμό που έγινε την Εποχή του Ωγύγου στα 25.000 π.Χ.(ή ενδεχομένως από έναν άλλο μεγάλο κατακλυσμό που έγινε στα 18.000 π.Χ, επί Κέκροπος Α΄, ή στα 12.000 π.Χ, επί Δευκαλίωνος, ή στα 7.500 π.Χ, επί Δαρδάνου). Η λέξη «Πελασγός» είναι σύνθετη Αιολική που αποτελείται από τη λέξη «Πελα(σ)γίζω» = Πελαγίζω και τη λέξη «Αγός». Η λέξη Πελαγίζω σημαίνει: Βρίσκομαι στο πέλαγος και κολυμπώ μέσα στα κατακλυσμιαία νερά. Η λέξη Αγός σημαίνει: Αρχηγός, ηγεμόνας, ηγέτης, οδηγός. Συνεπώς, πρόκειται γιαυτόν που διασώθηκε, από το πλημμυρισμένο- καταβυθισμένο Αιγαίο Πέλαγος ή τις άλλες πλημμυρισμένες περιοχές (Θεσσαλικός κάμπος, Αττικο-βοιωτία, Πελοπόνησος κ.ά) και οδήγησε τους συνανθρώπους του σε ασφαλές μέρος. Ο Όμηρος αναφέρει τις λέξεις Πελασγός και Πελασγοί πολλές φορές με ποικίλο περιεχόμενο, όπως για παράδειγμα στην Ιλιάδα Β. 684, αναφέρει για το Πελασγικό Άργος που ήταν το Βασίλειο του Αχιλλέα. Στην Ιλιάδα, Π. 233, επίσης αναφέρει για τον Αχιλλέα που λάτρευε τον Πελασγικό Δωδωναίο Δία. Όμως στην Ιλιάδα Β. 840, οι Πελασγοί αναφέρονται ως σύμμαχοι των Τρώων. Στην Οδύσσεια τ. 177, μνημονεύονται μεταξύ των κατοίκων της Κρήτης και Πελασγοί. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, Πελασγοί ήταν οι Ίωνες και οι Αιολείς της Μ. Ασίας, επίσης Πελασγοί υπήρχαν στην Ίμβρο και την Λήμνο. Αυτό σημαίνει ότι στην ευρύτερη περιοχή (Ηπειρωτική Ελλάδα, Αιγαίο, Μ. Ασία), κατοικούσε ένας λαός με κοινά χαρακτηριστικά (γλωσσικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά κ.ά) και μετά τον μεγάλο κατακλυσμό και την καταβύθιση του Αιγαίου, οι διασωθέντες κάτοικοι όλων των πλημμυρισμένων περιοχών της ευρύτερης περιοχής ονομάσθηκαν «Πελασγοί».

4 / Οι Αίμονες, ήταν ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιοελληνικά φύλα που ήταν εγκαταστεστημένοι σε διάφορα μέρη του Ελλαδικού χώρου, κατά την περίοδο που ακολούθησε τον μεγάλο κατακλυσμό. Οι Αίμονες μετά την εγκατάστασή τους και την σταδιακή συγχώνευση με τους άλλους προϋπάρχοντες κατοίκους, για πρώτη φορά άρχισαν να μιλούν μία μορφή της Ελληνικής γλώσσας την Πρωτο-ελληνική, η οποία βαθμιαία θα διαφοροποιηθεί σε τρεις τουλάχιστον διαλεκτικές ομάδες (Ηπειρωτική, Κεντρική-Αιολική, Ιωνική). Οι Αίμονες θεωρούσαν αρχηγέτη και επώνυμο ήρωά τους τον «Αίμονα», γιο του «Πελασγού» και πατέρα του Βασιλιά της Φθίας Θεσσαλού (Λεξικό Κυρίων Ονομάτων, εκδ. 1900, του Ανέστη Κωνσταντινίδη). Σύμφωνα με τον Πλίνιο (IV. 7.74), «Αιμονία» ονομάζετο αρχικά ολόκληρη η Θεσσαλία για να περιορισθεί αργότερα αυτή η ονομασία σε ένα μικρό τμήμα της, το «Δώτιον πεδίον», που ευρίσκετο πλησίον των Τεμπών και ήταν η κοιτίδα των «Αινιάνων». Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η περιοχή έλαβε το όνομα «Αιμονία», από την κόρη του Δευκαλίωνος και της Πύρρας «Αιμόνη», η οποία ήταν αδελφή της Πανδώρας, μητέρας του «Γραικού» (ΗΣΙΟΔΟΣ, Κατάλογος Ηοίαι). Όπως όμως είναι γνωστό, Γενάρχης των Ελλήνων ήταν ο γιος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας Έλληνας, στον οποίο ανήγαγαν όλοι οι Έλληνες την καταγωγή τους. Από τον Έλληνα και την Ορσηϊδα γεννήθηκαν ο Δώρος, ο Ξούθος, και ο Αίολος, από δε τον Ξούθο και την Κρέουσα ο Αχαιός και ο Ίωνας. Συνεπώς, η Αιμόνη, η Πανδώρα, ο Έλληνας, ο Αμφικτύονας, ήταν αδέλφια και Γενάρχες του σημερινού Ελληνικού Έθνους. [Η παραδοσιακή κοιτίδα των Ελλήνων θεωρείται από τους ιστορικούς η αρχαία Φθία (από το «Δώτιον πεδίον» μέχρι την κοιλάδα του Σπερχειού και τις Παρυφές του Τυμφρηστού). Η περιοχή αυτή ήταν ένας χώρος ζύμωσης των αρχαιοελληνικών φύλων και απόλυτα καθοριστικός για την γλωσσική και φυλετική αποκρυστάλλωση των Ελλήνων].

5 / Οι Αρκάδες, ήταν άλλο ένα αρχαιοελληνικό φύλο που ήταν εγκαταστημένο περί το 2.200 π.Χ. γύρω και στον άνω ρου του Αλιάκμονος ποταμού στη Δυτική Μακεδονία. Το «Λεξικό την Ελληνικής Αρχαιολογίας» (εκδόσεως 1888), του Αλέξανδρου Ραγκαβή, μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «…εθεώρουν εαυτούς πάντοτε αυτόχθονας και ελέγοντο προσέληνοι ήτοι πρό της Σελήνης υπάρχοντες, ο δε χρησμός τους έλεγε βαλανηφάγους άνδρας […] Των πλείστων πόλεων αυτών ιδρυταί θεωρούνται ο Λυκάων, υιός του Πελασγού και οι 50 υιοί αυτού…». Έπειτα από την μακρόχρονη συμβίωση με τα άλλα αρχαιοελληνικά φύλα αφομοίωσαν μεταξύ των άλλων και την γλώσσα. Μιλούσαν την μία από τις δύο παραλλαγές της Κεντρικής - Αιολικής διαλέκτου. Όμως μετά την εγκατάστασή τους στην Πελοπόννησο, αναπτύχθηκαν διάφοροι νεωτερισμοί στην διάλεκτο τους που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά την Αρκαδική διάλεκτο. Περί το 1900 π.Χ, οι Αρκάδες ξεκίνησαν τις μετακινήσεις τους προς τα νότια. Ορισμένα τμήματά τους παρέμειναν στις περιοχές της Ηπείρου (Αρκτάνες – Αθαμάνες) καθώς και την κοιλάδα του Σπερχειού. Στην περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού, στις Παρυφές του Τυμφρηστού και μέχρι τον Παρνασσό, την περίοδο εκείνη ήταν κυρίαρχος ο «Λυκάων», ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση είχε 50 γιους, μεταξύ των οποίων ήταν ο Φθίος και ο Θεσπρωτός. Επίσης, είχε και μία κόρη την Καλλιστώ η οποία μαζί με τον Δία Γέννησε τον «Αρκά», από τον οποίο πήραν αργότερα το όνομά τους οι Αρκάδες. Οι Αρκάδες που παρέμειναν στην κοιλάδα του Σπερχειού με τον «Φθίο», συγχωνεύθηκαν με τα άλλα φύλα της περιοχής (Δρύοπες, Δόλοπες, Αχαιούς, Αινιάνες). Επίσης, οι Αρκάδες που παρέμειναν στις περιοχές της Ηπείρου με τον Θεσπρωτό (Τζουμέρκα κ.λ.π), συγχωνεύθηκαν με τα άλλα φύλα της περιοχής (Αρκτάνες – Αθαμάνες).

Τα παραπάνω Αρχαιοελληνικά φύλα ήταν Πελασγοί, γηγενείς (αυτόχθονες) και όχι μόνο δεν είχαν έλθει από άλλους τόπους στον Ελλαδικό χώρο, άλλα αντιθέτως είχαν επεκταθεί και εισχωρήσει σε όλο τον γνωστό και άγνωστο κόσμο εκείνης της Εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι «Αχαιοί», που είχαν καταφύγει στον Εύξεινο Πόντο μετά την διάσωσή τους από τον κατακλυσμό και οι οποίοι είχαν συνεχή «παλινδρόμηση» (αναχωρούσαν και επέστρεφαν) στην μητέρα πατρίδα, όπου εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Χερσόνησο του Αίμου και στη συνέχεια στη Θεσσαλία, στο «Δώτιον πεδίον» (Αιμονία). Η εγκατάσταση των αρχαιοελλήνων (Πελασγών) στον Πόντο αποδεικνύεται σήμερα από τα ευρήματα αρχαίων πόλεων της περιοχής αυτής και ιδιαίτερα της ομώνυμης πόλης «Αχαϊα» (Πτολ.Ε΄9, 25 – Σκυλ.75 – Πλίν. ΝΗ.VI 30).

Αρχαία Ελληνικά φύλα της Νεολιθικής & Χαλκολιθικής Εποχής

Στο τέλος της Μεσολιθικής Εποχής και στις αρχές της Νεολιθική Εποχής, άλλα και λίγο αργότερα στην Εποχή του Χαλκού (8.000 π.Χ έως 3.000 π.Χ), θα διεισδύσουν στον Ελλαδικό χώρο και θα αναμιχθούν χωρίς πολεμικές συγκρούσεις με τους παλαιότερους κατοίκους τους αυτόχθονες και θα αποτελέσουν μία ομάδα των Προελληνικών φύλων που αναφέρονται με τον όρο «Προελληνικοί λαοί», όπως:

1 / Οι Κυλικράνες εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού και την ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδος, κατά το τέλος της Νεότερης Παλαιολιθικής Εποχής (3.000 π.Χ περίπου), από την Τραχίνα της Λυδίας (Πολέμων παρ. Αθην. 11. 462 α). Η ονομασία τους οφειλόταν στη συνήθειά τους να χαράζουν το πάνω μέρος του βραχίονα σχηματίζοντας μία κύλικα (αγγείο - ποτήρι). Σύμφωνα με τον Στράβωνα 10, 48 και Στέφ. Βυζάντιο, πρωτεύουσά τους ήταν μία πόλη με το όνομα Οιχαλία, η οποία βρισκόταν  πλησίον της Τραχίνας στην κοιλάδα του Σπερχειού. Η παράδοση αναφέρει ότι τα Ελληνικά φύλα που εισέβαλαν με τον Ηρακλή, υπέταξαν τους Κυλικράνες, αφού νίκησαν τον βασιλιά τους Εύρυτο, κατέστρεψαν την πρωτεύουσά τους και ίδρυσαν στη θέση της την Ηράκλεια. Οι Κυλικράνες υποχρεώθηκαν να πληρώνουν φόρους και έγιναν δούλοι και καλλιεργητές των αγρών των Ηρακλεωτών στην κοιλάδα του Σπερχειού. Οι Ηρακλεώτες ποτέ δεν τους έδωσαν πολιτικά δικαιώματα και πάντοτε τους θεωρούσαν αλλόφυλους (Πολέμων, Παρ. Αθην.11, 462 α). Σύμφωνα με άλλη άποψη τους Κυλικράνες τους πήραν μαζί τους οι επιζήσαντες του Τρωικού πολέμου Έλληνες και τους είχαν για βοηθητικές εργασίες (υπηρέτες). Κατά τους Ιστορικούς χρόνους, οι Κυλικράνες είχαν κοινωνική θέση ανάλογη με εκείνη των πενεστών και ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν τους Μαλιείς και αργότερα τους Οιταίους– Αινιάνες. Οι Αθηναίοι μάλιστα για να πειράξουν τους Ηρακλεώτες, τους αποκαλούσαν σκωπτικά Κυλικράνες, ότι δηλαδή δεν διέφεραν από τους δούλους τους, διότι συμπαθούσαν τους Σπαρτιάτες. Επειδή υπάρχουν πολλές αρχαίες πόλεις με την ονομασία Οιχαλία, όπως για παράδειγμα το σημερινό Καρπενήσι που επίσης είχε Βασιλιά με το όνομα Εύρυτος, προκαλεί ερωτήματα σχετικά με την πόλη Οιχαλία και την καταγωγή του Εύρυτου. Πάντως ο τάφος και το Ηρώον του Βασιλιά Εύρυτου, σώζονταν έως τα Ρωμαϊκά χρόνια στην κοιλάδα του Σπερχειού, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές, μεταξύ της Υπάτης και της Λαμίας.

2 / Οι Άβαντες ήταν αρχαίο φύλο που εγκαταστάθηκε στον Ελληνικό χώρο στα τέλη της 3ης π.Χ χιλιετίας. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Φωκίδα και στη συνέχεια στη Εύβοια όπου θεωρούντο οι αρχαιότεροι κάτοικοι. Στο Λεξικό του “ΗΛΙΟΥαναφέρονται τα εξής: «…Το φυλετικόν όνομα Άβαντες έφερον οι αρχαιότατοι κάτοικοι της Ευβοίας, καταγόμενοι από την Θράκην, απ’ όπου ήλθον μετά του βασιλέως των Άβαντος [...] ως εκ τούτου η Εύβοια επωνομάσθη Αβαντιάς ή Αβαντίς …» [Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο η Εύβοια (τουλάχιστον η Βόρειος Εύβοια), ονομάζετο «Ελλοπία» (Ηρόδοτος Η. 23  … Ελλοπίη μοίρη …»)].

3 / Οι Καύκωνες, ήταν αρχαίο φύλο που είχε εγκατασταθεί στη Δυτική Πελοπόννησο, κυρίως στην Τριφυλία, την Ηλεία και την Μεσσηνία. Κατά την Κλασική Αρχαιότητα είχαν ήδη συγχωνευθεί με άλλα φύλα. Στράβων (ΙΒ΄.IIΙ. 5): «…άλλοι τους θεωρούν Πελασγούς και άλλοι Σκύθες…».

4 / Οι Λέλεγες, προελληνικό φύλο που οι αρχαίοι το χαρακτηρίζουν ως φιλοπόλεμο και πειρατικό. Ήταν διεσπαρμένοι στα παράλια της Μ. Ασίας και στην νησιωτική Ελλάδα. Ο Στράβων (Ζ. VII. I), τους αναφέρει να συμβιούν όχι και τόσο ειρηνικά με τον φιλήσυχο και γεωργικό λαό των Πελασγών καθώς και τους Δρύοπες. Στην Ιλιάδα αναφέρονται ως σύμμαχοι των Τρώων (Κ.429).

5 / Οι Μινωϊτες, ήταν οι δημιουργοί του «Μινωϊκού Πολιτισμού» (2800–1450). Ανήκαν στο «Μεσογειακό» υπόστρωμα και ήσαν συγγενείς με τους Λέλεγες. Μετά από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Αχαιούς, γύρω στα 1450 π.Χ, θα συγχωνευθούν μαζί τους, καθώς και τους Δωριείς που εισέβαλαν περί το 1100 π.Χ και θα εγκατασταθούν στην Κρήτη κατακτώντας το μεγαλύτερο τμήμα της. Οι απόγονοι των Μινωϊτών θα καταφύγουν στο ανατολικό τμήμα της Κρήτης και θα γίνουν γνωστοί ως Ετεόκρητες. Ένα άλλο φύλο των Μινωϊτών, οι Κύδωνες κατοικούσαν στη Δυτική Κρήτη (Πηγή: Λεξ. Αρχ. Ονομ. Ελλην. Φύλων, Δημ. Ε. Ευαγγελίδη).

6 / Οι Τέμμικες, ήταν αρχαίοι κάτοικοι της Βοιωτίας, που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή πρίν από την άφιξη του Κάδμου. (Εκαταίος Μιλήσιος, Στράβων Ζ. VII. I , Αριστοφάνης στους Αχαρνής 477).

7 / Οι Ύαντες ήταν αρχαίο φύλο που κατοικούσε στη Βοιωτία (Κωπαϊδα), στην ανατολική Φωκίδα όπου ίδρυσαν την πόλη Υάμπολις και την Αιτωλία όπου ίδρυσαν την Πλευρώνα και την Υαντίς.

8 / Οι Άονες ήταν αρχαίο φύλο που επίσης κατοικούσε στη Βοιωτία μαζί με τους Ύαντες. Σύμφωνα με τον Παυσανία (9, 5, 1), εγκαταστάθηκαν στην περιοχή αυτή όταν οι παλαιότεροι κάτοικοι Έκτηνες, εξολοθρεύθηκαν από λοιμώδη ασθένεια.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, αλλά και με όσα μέχρι σήμερα μας είναι γνωστά, από τις αρχαίες πηγές (παραδόσεις και αρχαία Ελληνική Γραμματεία), καθώς και τις νεότερες έρευνες σύγχρονων ιστορικών, οι παραπάνω λαοί ήταν αυτοί που εισήλθαν σταδιακά στον Ελλαδικό χώρο και αναμείχθηκαν με τους αυτόχθονες (προϋπάρχοντες Μεσολιθικούς κατοίκους, απογόνους των παλαιότερων Παλαιολιθικών), που υπήρχαν στον Ελλαδικό χώρο. Ότι ο Ελλαδικός χώρος κατοικείτο συνεχώς από την Αρχαιότερη Παλαιολιθική Εποχή, από τους ίδιους ανθρώπους («Αιγαίους –Αρχαιοέλληνες»), προκύπτει από αδιάσειστα στοιχεία βάσει των τελευταίων διαπιστώσεων των αρχαιολόγων από το σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, όπου βρέθηκε το κρανίο του ανθρώπου «Νεαντερτάλ» που χρονολογείται στα 300.000 π.Χ, αλλά και βάσει των δύο νέων ανθρωπίνων σκελετών που βρέθηκαν στο ίδιο σπήλαιο, (όπως ανακοίνωσε τον Μάϊο του 1981 ο ανθρωπολόγος Αρ. Πουλιανός), και οι οποίοι χρονολογούνται στα 800.000 π.Χ.

Η σύζευξη των πληθυσμιακών στοιχείων αυτοχθόνων και επήλυδων, έγινε ειρηνικά και χωρίς πολεμικές συγκρούσεις. Από την συγχώνευση - αφομοίωση αυτή προέκυψαν νέες ομάδες - φύλα που έλαβαν το όνομα του Γενάρχη τους, ο οποίος συνήθως ήταν και ο επώνυμος του συγκεκριμένου φύλου. Έτσι από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, που σύμφωνα με την παράδοση διασώθηκαν από τον κατακλυσμό, γεννήθηκαν ο Έλληνας, ο Αμφικτύωνας, η Πανδώρα, η Αιμόνη κ.ά. Από τα παιδιά τους γεννήθηκαν άλλοι Γενάρχες όπως: Από τον Έλληνα και την σύζυγό του Ορσηϊδα γεννήθηκαν ο Δώρος, ο Ξούθος, και ο Αίολος. Από τον Ξούθο (γιο του Έλληνα), γεννήθηκε ο Αχαιός και ο Ίωνας. Από την κόρη του Δευκαλίωνα Πανδώρα (Πανδώρα ήταν και το όνομα της μητέρας της Πύρρας), γεννήθηκε ο Γραικός. Από την άλλη κόρη του Δευκαλίωνα την Αιμόνη, γεννήθηκε ο Ελλός. Επίσης από την Πανδώρα, κατ’ άλλους από την αδελφή του Δευκαλίωνα την «Θυϊα», γεννήθηκε ο Μάγνητας και ο Μακεδόνας.

Από τους απογόνους του Δευκαλίωνα και της Πύρρας δημιουργήθηκαν νέα «φύλα» (η λέξη φύλο σημαίνει την αρχική καταγωγή – φύτρα, συνεπώς τα φύλα είναι οι υποδιαιρέσεις της αρχικής φυλής), όπως: Από τον «Γραικό» (γιο της Πανδώρας) προήλθαν οι «Γραικοί». Από τον «Ελλό» (γιο της Αιμόνης) προήλθαν οι «Ελλοί ή Σελλοί». Συνεπώς, οι «Έλληνες», οι «Γραικοί» και οι «Ελλοί ή Σελλοί» είχαν συγγένεια μεταξύ τους, διότι οι προγονοί τους (ο Έλληνας, η Πανδώρα και η Αιμόνη), ήταν αδέλφια. Επίσης, από τον «Αχαιό» (γιο του Ξούθου) προήλθαν οι «Αχαιοί», από τον «Ίωνα» (επίσης γιο του Ξούθου) προήλθαν οι «Ίωνες». Από τον «Δώρο» τον αδελφό του Έλληνα, προήλθαν οι «Δωριείς». Από τον Μάγνητα (γιο της Πανδώρας ή της αδελφής του Δευκαλίωνα «Θυϊας»), προήλθαν οι «Μάγνητες» (Μαγνησία). Από τον Μακεδόνα (γιο της Θυϊας), προήλθαν οι «Μακεδόνες» κ. ο. κ.

[Οι αρχαίοι θεωρούσαν γενικά το όνομα Γραικός αρχαιότερο από το όνομα Έλληνας και το εντόπιζαν στην περιοχή της Φθιώτιδος. Αλλά και το Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό, μας πληροφορεί ότι οι Γραικοί από την πρώτη Αμφικτυονία και μετά ονομάσθηκαν και Έλληνες: «... Αφ’ ού Αμφικτύων Δευκαλίωνος εβασίλευσεν Θερμοπύλαις και συνήγε τους περί τον όρον οικούντας και ωνόμασεν Αμφικτύονας και Πυλαίαν, ούπερ και νύν έτι θύουσιν Αμφικτύονες […] Βασιλεύοντος Αθηνών Αμφικτύονος, αφ’ ού Έλλην ο Δευκαλίωνος Φθιώτιδος εβασίλευσε και Έλληνες ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι…». Επίσης, σύμφωνα με το «Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό» η πρώτη Αμφικτυονία («Πυλαία») έγινε το 1521 π.Χ, στο Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος, πλησίον των Θερμοπυλών και ο Τρωϊκός πόλεμος που ακολούθησε έγινε στα 1218 – 1209 π.Χ. Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, η Πανδώρα κόρη του Δευκαλίωνα, με τον Βασιλιά της Φθίας Θεσσαλό γέννησε τον Γραικό. Επίσης, σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, η Αιμόνη κόρη του Δευκαλίωνα και αδελφή της Πανδώρας, με τον Βασιλιά της Φθίας Θεσσαλό γέννησε τον Ελλό. Συνεπώς ο Γραικός καί ο Ελλός ήταν αδέλφια από τον πατέρα τους Θεσσαλό και εξαδέλφια από τις μητέρες τους Πανδώρα και Αιμόνη].

Το σπουδαιότερο όμως φύλο από όλους τους απογόνους του «Πελασγού» Δευκαλίωνα, ήταν οι «Αχαιοί». Αφού κυριάρχησαν στην Φθία, ομάδες αυτού του φύλου, γύρω στα 1600 π.Χ, κινήθηκαν νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, όπου δημιούργησαν τον εκπληκτικό Μυκηναϊκό πολιτισμό (Πρός αποφυγήν συγχύσεως με τους Αχαιούς της Φθιώτιδος οι ιστορικοί τους αποκαλούν Αχαιούς «Μυκηναίους»). Περί το 1450 π.Χ, οι Αχαιοί έφθασαν στην Κρήτη, στην Ρόδο, στην Κύπρο και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Αργότερα προσπάθησαν να κυριαρχήσουν και στα παράλια της Μ. Ασίας, όπου ευρίσκετο η πόλη Ίλιον (Τροία), διότι ήταν ένα στρατηγικό σημείο, μία θέση «κλειδί» που όποιος την κατείχε έλεγχε τα σταυροδρόμια των οδών που ένωναν την Ανατολή με τη Δύση και το Βορρά με το Νότο. Μετά από το δεκαετή περίπου εμφύλιο πόλεμο με του Τρώες (1193 - 1184 π.Χ, σύμφωνα με το Πάριο Μάρμαρο 1218 - 1209 π.Χ) και με τα γεγονότα που μας είναι γνωστά από τον Όμηρο, όπως τουλάχιστον μας τα περιέγραψε στην Ιλιάδα, τελείωσε και η παντοκρατορία των «Αχαιών».

Σχεδόν αμέσως μετά τον Τρωϊκό πόλεμο, στον Ελλαδικό χώρο έγιναν μεγάλες αναστατώσεις, συγκρούσεις, συγχωνεύσεις και μετακινήσεις φύλων. Περί το 1100 π.Χ, ένα νεοσχηματισμένο φύλο αφού πρώτα περιπλανήθηκε στην Πίνδο (Ήπειρο), την Μακεδονία, την Θεσσαλία (Δώτιον πεδίον - Δώριο), θα μετακινηθεί νοτιότερα στην Κεντρική Στερεά και αφού πάλι θα συγχωνευθεί με ένα τοπικό στοιχείο θα εγκατασταθεί στην περιοχή της σημερινής «Δωρίδος», ιδρύοντας τέσσερες πόλεις (τετράπολη: Ερινεός, Βοϊον, Κυτίνιον, Πύδνος). Αυτή ήταν η περίφημη «κάθοδος των Δωριέων» και το νεοσχηματισμένο φύλο που εγκαταστάθηκε στην περιοχή ήταν οι «Δωριείς». Οι Δωριείς δεν αναφέρονται στην Ιλιάδα, όμως η παρουσία τους στην «Δωρίδα», πριν τους Μυκηναϊκούς χρόνους μαρτυρείται από σαφείς παραδόσεις και θεωρούνταν απόγονοι του μεγάλου Γενάρχη «Δώρου», γιού του Έλληνα.

Με την «κάθοδο των Δωριέων» και την εγκατάστασή τους στην περιοχή του Παρνασσού και της σημερινής Δωρίδος, οι Δρύοπες που μέχρι τότε κατοικούσαν στις περιοχές αυτές αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν στην Εύβοια και την Πελοπόννησο. Οι Δρύοπες που κατοικούσαν στις Παρυφές του Τυμφρηστού αφομοιώθηκαν από τους Αινιάνες και τους Δόλοπες, οι δε Δρύοπες που κατοικούσαν στην περιοχή της Ηπείρου, αφομοιώθηκαν από τους Θεσπρωτούς και τα άλλα Ηπειρωτικά φύλα.

Αρχαιοελληνικά φύλα: «Στις Παρυφές του Τυμφρηστού»

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και τα οποία μας είναι γνωστά τόσο από τις αρχαίες πηγές (παραδόσεις και αρχαία Ελληνική Γραμματεία), όσο και από τις νεότερες έρευνες σύγχρονων ιστορικών ερευνητών, «Στις Παρυφές του Τυμφρηστού» και την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος, «ζυμώθηκαν» τα κυριότερα αρχαιοελληνικά φύλα, από τα οποία προήλθε το σημερινό Ελληνικό Έθνος. Η περιοχή αυτή κατοικείται συνεχώς από την εμφάνιση του ανθρώπου στη Γη μέχρι σήμερα. Τα μυθεύματα και η παραποίηση της Ελληνικής Προϊστορίας και Ιστορίας, περί καθόδου ανυπάρκτων αγνώστων και σκοπίμως εφευρεθέντων Ινδοευρωπαίων, από τους πολέμιους του Ελληνισμού, κονιορτοποιούνται πλέον από τις τελευταίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις στον Ελλαδικό χώρο.

Οι Παρυφές του Τυμφρηστού, η Οίτη και ο Παρνασσός ήταν μία από τις περιοχές του Ελλαδικού χώρου, που πρωτοεμφανίσθηκε ο άνθρωπος. Επρόκειτο για ανθρωπόμορφα όντα που είχαν για κατοικίες τους τις οπές (κουφάλες) των δρυών (βαλανιδιών), από τις οποίες προέρχεται και η ονομασία τους «Δρύοπες». Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, που βασίστηκαν σε απολιθωμένο υλικό, από τα ανθρωπόμορφα αυτά όντα, μετά από 1, 5 έως 2 εκατομμύρια χρόνια περίπου, εξελίχθηκε ένας κλάδος που προήλθε ο σημερινός άνθρωπος. Οι «Δρύοπες», ήταν οι αυτόχθονες του Ελλαδικού χώρου, οι ονομαζόμενοι από τους ιστορικούς «Προέλληνες». Δυστυχώς δεν υπάρχουν ευρήματα, όπως αυτά του σπηλαίου των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, προκειμένου οι Αρχαιολόγοι να διαπιστώσουν αν υπάρχει κάποια σχέσει μεταξύ των «Δρυόπων» και των ευρημάτων στο σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν σπήλαια στην περιοχή του Τυμφρηστού, που ενδεχομένως να ευρίσκονταν κάποια ίχνη εκείνης της Εποχής. Άλλωστε ένας από τους λόγους που οι «Δρύοπες» είχαν για κατοικίες τους τις οπές (κουφάλες) των δρυών, ήταν διότι δεν υπήρχαν σπήλαια στην περιοχή. Υπάρχουν όμως τα αρχαία κείμενα, όπως «τα Ορφέως αποσπάσματα» και τα κείμενα των «Αργοναυτικών, που αποδεικνύουν αδιασείστως την ύπαρξη της Ελληνικής φυλής στον ίδιο χώρο, με τις όποιες επιμιξίες είχαν με άλλους λαούς που είχαν εισχωρήσει κατά καιρούς στον Ελλαδικό χώρο. Έτσι μαθαίνουμε ότι τους Αργοναύτες συνόδευσαν στην μεγάλη πολιτιστική τους εκστρατεία οι «Δρυϊδες», οι οποίοι ήταν ιερείς και διδάσκαλοι του λόγου που ζούσαν στην περιοχή αυτή και είχαν τις κατοικίες τους μέσα στις οπές των δρυών. Μάλιστα στο πλοίο που τους μετέφερε, την Αργώ, είχαν τοποθετήσει τεμάχια ξύλου από την «ομιλούσα δρύ του Μαντείου της Δωδώνης», γι’ αυτό το πλοίο είχε το χάρισμα του λόγου: «…Δή τότ’ επιβρομέουσα έκλυε φηγός ήν οι υποτροπίην Άργος θέτο νηϊ μελαίνη…» (…Τότε λοιπόν η αναδίδουσα ήχον δρυός (φηγός) με άκουσε, την οποία εναλλάξ έθεσε εις το μαύρο πλοίο ο Άργος…). Επίσης, από τα Αργοναυτικά μαθαίνουμε ότι στην εκστρατεία συμμετείχε και ο Πηλέας ο πατέρας του Αχιλλέα: «Πηλέα τ’ Αιακίδην, Αιγίνης αγλαόν υιόν άνασσεν ενί Φθίη εριβώλω…» (… Είδα τον Πηλέα τον υιόν του Αιακού που ήταν λαμπρός υιός της Αιγίνης, ο οποίος εβασίλευσε εις την εύφορον Φθίαν…) (ΟΡΦΙΚΑ, στίχοι 133-161, Σελ. 138, Βιβ. Ιωάν. Δ. Πασσά).

Οι «Δρύοπες» προϋπήρξαν των άλλων προεληνικών φύλων που προέκυψαν μετά από τον μεγάλο κατακλυσμό, ορισμένοι μάλιστα Πελασγοί (διασωθέντες από τον κατακλυσμό), σύμφωνα με τις παραδόσεις, ήταν «Δρύοπες». Όπως για παράδειγμα ο πατέρας του Λυκάονος, που κατοικούσε στον Παρνασσό, ήταν Πελασγός. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, μεταξύ των παιδιών του Λυκάονος ήταν ο Φθίος και ο Θεσπρωτός, αλλά και η Καλυστώ που γέννησε τον Αρκά. Επίσης στον Παρνασσό, σύμφωνα με τις παραδόσεις, διασώθηκε από τον κατακλυσμό ο Δευκαλίων, απόγονοι του οποίου ήταν και οι «Γραικοί».

Οι «Γραικοί» κατοικούσαν στις Παρυφές του Τυμφρηστού και σύμφωνα με τους ιστορικούς ερευνητές, αποτελούσαν ένα είδος Ομοσπονδίας με τα συγγενικά τους φύλα τους Σελλούς ή Ελλούς, τους Έλλοπες, τους Δωδωναίους Αινιάνες, τους Παραυαίους, τους Κασσωπαίους, στην οποία είχαν προσχωρήσει και οι προέλληνες Δρύοπες που τους ακολουθούσαν στις μετακινήσεις τους. (Βλ. Βιβ. Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη, Αρχαία Ελληνικά Φύλα”, σελ. 151). Επίσης, ο Ταξιάρχης Τσιόγκας στο βιβλίο του “Φθία ταξιδεύοντας στον χρόνο ισχυρίζεται ότι η «έδρα» των «Γραικών» ευρίσκετο 250-500 μέτρα Δυτικά του Παλαιοχωρίου Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος, στη θέση «Σελλάκια ή Σουλλάκια». Για την «έδρα των Γραικών» οι πληροφορίες που υπάρχουν μέχρι σήμερα είναι ελάχιστες και ως εκ τούτου θα πρέπει να αναζητήσουμε στοιχεία που να μην επιδέχονται αμφισβήτηση. Τέτοια στοιχεία μπορεί να προκύψουν μόνο με ανασκαφές στην περιοχή ή από τυχαία ανεύρεση χρηστικών αντικειμένων ή άλλων ευρημάτων εκείνης της Περιόδου. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι στην περιοχή αυτή κατοικούσαν οι Αινιάνες από το 1200 π.Χ έως το 27 π.Χ, που ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος τους  κατάργησε το «Κοινόν» τους και τους ενσωμάτωσε στο “Κοινόν των Θεσσαλών”. Από τότε άρχισαν να συγχωνεύονται με άλλα Ηπειρωτικά κυρίως φύλα (Αθαμάνες, Αίθικες, Μολοσσούς, Θεσπρωτούς, Ακαρνάνες, Αγραίους, κ.ά) και σιγά σιγά εξαφανίσθηκαν και δεν αναφέρονται ως ξεχωριστό φύλο. Οι «Δωδωναίοι Αινιάνες» ήταν αυτοί που ονομάζονταν, «Σελλοί, Ελλοί, Γραικοί» και οι οποίοι, σύμφωνα με τον Παυσανία, δεν εγκαταστάθηκαν τυχαία στις πηγές του Σπερχειού («Στις Παρυφές του Τυμφρηστού»). Ο χώρος αυτός είχε συνδεθεί με την τύχη της φυλής τους, διότι πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και μάλιστα υπερηφανεύοταν γι’αυτό, Επίσης, ισχυρίζονταν ότι ήταν από τους ιδρυτές της πρώτης Αμφικτυονίας, που έγινε στο Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος και είχαν περιληφθεί από τον ίδιο τον Αμφικτύονα τον γιο του Δευκαλίωνα (Παυσανίας 10, 2, 8). Πάντως στη Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα Βελεστινλή, απεικονίζεται τόσο η περιοχή που πρωτοεγκαταστάθηκαν οι Αινιάνες στις πηγές του Σπερχειού στην πόλη “Ομίλαι” (ή σε όμιλο μικρών οικισμών), όσο και η περιοχή που κατοικούσαν οι “Γραικοί” (Αγραίοι - Γραίοι) και  η  οποία  είναι  η  ίδια  περιοχή  που αναφέρει ο ιστορικός  ερευνητής Ταξιάρχης  Τσιόγκας  στο βιβλίο του (Βλ. Σελίδα Χάρτες).

Στη συνέχεια γίνεται εκτενής αναφορά στα κυριότερα αρχαιοελληνικά φύλα, που κατοίκησαν και «ζυμώθηκαν» «Στις Παρυφές του Τυμφρηστού», από την Αρχαιότερη Παλαιολιθική Εποχή, μέχρι και τους Ιστορικούς χρόνους, από τα οποία προήλθε το σημερινό Ελληνικό Έθνος, όπως: Δρύοπες, Πελασγοί, Αίμονες, Αρκάδες, Γραικοί, Σελλοί - Ελλοί - Έλληνες, Αινιάνες, Αχαιοί, Μυρμιδόνες, Δόλοπες, Δωριείς και Αιτωλοί. (Επίσης, Ελλάδα - Έλληνες, Αμφικτυονίες, Μαντείο της Δωδώνης).

 

1. Δρύοπες 

Οι Δρύοπες ήταν Πανάρχαιο προελληνικό φύλο και από τους πρώτους κατοίκους του Ελλαδικού χώρου – αυτόχθονες, που ο γενεαλογικός ιστός τους χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι Δρύοπες αρχικά κατοικούσαν στις Παρυφές του Τυμφρηστού, την Οίτη και τον Παρνασσό. Σύμφωνα με την παράδοση, αρχηγός τους ήταν ο Δρύοψ, γιος του Σπερχειού και της Πολυδώρας ή της Δίας, κόρης του «Λυκάονος». Επίσης, σύμφωνα με την παράδοση η «Δρυόπη», θυγατέρα του Δρύοπος, ενώθηκε με τον Ερμή και γέννησε τον θεό «Πάν». Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ενώθηκε και με τον Απόλλωνα και γέννησε τον «Άμφισσο».

Κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους ήταν εγκατεστημένοι στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, τις Παρυφές του Τυμφρηστού και την Ανατολική πλευρά του Τυμφρηστού, από τους οποίους η περιοχή είχε πάρει την ονομασία «Δρυοπικόν όρος» και η χώρα τους ονομάζετο «Δρυοπίς»: «…του Σπερχειού μεμνημένος πολλάκις ως επιχωρίου ποταμού τας πηγάς έχοντος έκ Τυμφρηστού, Δρυοπικού όρους καλουμένου πρότερον…» (Στράβων Θ΄. 433). 

[Απόγονοι των Δρυόπων θεωρούνται οι διδάσκαλοι Δρυϊδες, οι οποίοι ταξίδευσαν στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη και διέδωσαν τον Ελληνικό πολιτισμό. Σύμφωνα με την παράδοση οι Δρυϊδες που ήσαν περιφερόμενοι ιερείς και διδάσκαλοι του Ελληνικού λόγου, ζούσαν στους αγρούς και τις κατοικίες τους τις είχαν πάνω στις δρύες (βαλανιδιές). Συνόδευσαν τους Αργοναύτες στη μεγάλη τους πολιτιστική εκστρατεία και πολλοί έμειναν στις χώρες της Ευρώπης, για να διδάξουν τους Έλληνες Θεούς, τις τέχνες και τα γράμματα. Μελετούσαν την αρχαία ποίηση, τη φυσική φιλοσοφία, την αστρονομία και τη λατρεία των θεών. Το κυριότερο δόγμα του «δρυϊσμού » ήταν ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ότι μετά τον θάνατο ενός ανθρώπου η ψυχή του περνά σε άλλον άνθρωπο. Οι Δρυϊδες πρόσφεραν ανθρωποθυσίες για χάρη εκείνων που ήταν σοβαρά ασθενείς ή κινδύνευαν να πεθάνουν στη μάχη. Διάλεγαν για τις θυσίες κυρίως εγκληματίες πολλές φορές όμως θυσίαζαν και αθώους, άν ήταν μεγάλη ανάγκη. Οι τελετές αρχικά γίνονταν στα ξέφωτα του δάσους και αργότερα με την επίδραση των Ρωμαίων χρησιμοποιήθηκαν ιερά κτίρια. Μεγάλες αναφορές και παράδοση για τις Δρυϊδες, έχουμε στην Αγγλία, την Γερμανία, Ιρλανδία, Γαλλία, Ισπανία και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Στην Γερμανία και την Ιρλανδία, έως σήμερα ακόμη υπάρχει λατρεία των Δρυϊδων].

Σύμφωνα με τον G. Curtius (1820-1885), μελετητή της Ελληνικής γλώσσας, η «Δρυοπίς» και η «Δωρίς» είναι ονόματα ταυτόσημα και προέρχονται από τη ρίζα: δρυ – δορ – δώρ (Δρύας) και σημαίνουν χώρα δασώδη, όπως και το Γερμανικό Holsatia, Holsaten, που συνδέεται με το όνομα των Κελτών Δρυϊδών ιερέων που τελούσαν τις τελετές σε δασώδεις περιοχές. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Δρύοπες και οι Δωριείς κατείχαν μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου ως επήλυδες: «… επήλυδά έστι Δωριείς τε και Δρύοπες…» (Ηροδ. Θ.43, 73) και ενώ η Αργολική Επίδαυρος ήταν «Δωρική», η Αργολική Ερμιόνη ήταν «Δρυοπική».

Στην κοιλάδα του Σπερχειού και τις παρυφές του Τυμφρηστού, όπου κατοικούσαν αρχικά οι Δρύοπες, εγκαταστάθηκαν πολύ πριν από τον Τρωϊκό πόλεμο οι Γραικοί, οι Αχαιοί, οι Δόλοπες και ομάδες των Σελλών – Ελλών – Ελλόπων (Δωδωναίοι Αινιάνες). Οι Δρύοπες, ακολουθούσαν αρχικά στις μετακινήσεις τους αυτά τα αιολικά συγγενικά φύλα, που αποτελούσαν ένα είδος Ομοσπονδίας (Γραικοί – Σελλοί – Ελλοί – Έλλοπες – Δωδωναίοι Αινιάνες – Παραυαίοι – Κασσωπαίοι - Θεσπρωτοί). Αργότερα όμως περί το 1100 π.Χ, οι Δρύοπες εκδιώχθηκαν από τους «Δωριείς» (Νεοσχηματισμένο φύλο) και αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν και να εγκαταστασταθούν σε άλλες περιοχές όπου ίδρυσαν νέες πόλεις. [Στην Εύβοια (Στύρα, Κάρυστο). Στην Ερμιονίδα (Ασίνη, Ερμιόνη), αλλά και την Νεμέα, την Κύθνο, την Κύπρο και την Β/Δ Μ. Ασία κ.ά]. Στους Ιστορικούς χρόνους οι Δρύοπες της Ερμιονίδος ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών, όταν αυτοί εισέβαλαν στην Αργολίδα και την λεηλάτησαν. Γι’αυτό μετά την αποχώρηση των Σπαρτιατών οι Αργείοι θα εκστρατεύσουν εναντίον της Ασίνης Ερμιονίδος, θα την καταλάβουν και θα την κατεδαφίσουν, εξαναγκάζοντας τους κατοίκους της να καταφύγουν στους Σπαρτιάτες για βοήθεια. Οι Σπαρτιάτες τους παραχώρησαν εκτάσεις στη Δυτική πλευρά του Μεσσηνιακού κόλπου, όπου ίδρυσαν την Μεσσηνιακή Ασίνη, και οι Δρύοπες για ανταπόδοση έλαβαν μέρος στους Μεσσηνιακούς πολέμους στο πλευρό τους.

2. Πελασγοί 

Οι Πελασγοί ήταν ένας πανάρχαιος (πρωτο-ελληνικός) λαός που κατοικούσε σύμφωνα με όσα μέχρι σήμερα είναι γνωστά, αν και υπάρχει αρκετή σύγχυση μεταξύ των αρχαίων ιστορικών, όχι μόνο στον Ελλάδικό χώρο (Ήπειρο, Μακεδονία, Θεσσαλία, Αττικο-βοιωτία, Πελοπόννησο), αλλά σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, τον Εύξεινο Πόντο, την Μικρά Ασία, και την Κύπρο.

Ο Ηρόδοτος (Α΄. 57) τους θεωρεί βαρβάρους διότι δεν μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα: «…ήσαν οι Πελασγοί βάρβαρον γλώσσαν ιέντες…». Όμως με νεότερες έρευνες έχει επικρατήσει η άποψη ότι τα ονόματα της Ελληνικής γλώσσας που λήγουν σε - νθός (Κόρινθος, Υάκινθος), σε - (σ)σός (Παρνασσός, Κνωσσός), σε - μνά (Λάριμνα, Κάλυμνος), καθώς και ορισμένες μεμονωμένες λέξεις (Δάφνη, Ελαία, Σέλινον, Θάλασσα, Χαλκός, Αθηνά, Αφροδίτη, Αχιλλεύς, κ.λ.π), είναι λέξεις πρωτο-ελληνικές που ενσωματώθηκαν στην Ελληνική γλώσσα [Εγκ. Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα].

Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι Πελασγοί ήταν μάλλον ένα όνομα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μεγαλύτερο τμήμα των Αρχαιο-ελλήνων που σώθηκαν από το μεγάλο κατακλυσμό που έγινε την Εποχή του Ωγύγου στα 30.000 ή 25.000 π.Χ. (ή ενδεχομένως από έναν άλλο μεγάλο κατακλυσμό που έγινε στα 18.000 π.Χ, επί Κέκροπος Α΄, ή στα 12.000 π.Χ, επί Δευκαλίωνος, ή στα 7.500 π.Χ, επί Δαρδάνου). Οι Διασωθέντες (Πελασγοί) εξελίχθηκαν σε «πρωτο-ελληνικό» φύλλο το οποίο εξαπλώθηκε στη Νοτ. Χερσόνησο του Αίμου και στη Β /Δ Μικρά Ασία, όπου με την πάροδο του χρόνου συγχωνεύθηκε με τους γηγενείς κατοίκους των περιοχών όπου εγκαταστάθηκε.

Η λέξη Πελασγός είναι σύνθετη Αιολική που αποτελείται από τις λέξεις Πελα(σ)γίζω = Πελαγίζω και Αγός. Πελαγίζω σημαίνει: Βρίσκομαι στο πέλαγος και κολυμπώ μέσα στα κατακλυσμιαία νερά. Αγός σημαίνει: Αρχηγός, ηγεμόνας, ηγέτης, οδηγός. Συνεπώς, πρόκειται γι’αυτόν που διασώθηκε, από το πλημμυρισμένο - καταβυθισμένο Αιγαίο πέλαγος και όλες τις άλλες πλημμυρισμένες περιοχές (Θεσσαλικός κάμπος, Αττικο-βοιωτία, Πελοπόννησος κ.λ.π) και οδήγησε τους συνανθρώπους του σε ασφαλές μέρος. Στη Γη που εγκαταστάθηκαν οι διασωθέντες «Παλαίχθονες» (δεινοπαθήσαντες) «Πελασγοί», ήταν οι πρώτοι κάτοικοι, άρα ήταν Αυτόχθονες. Ο Στράβων αναφέρει τα εξής: «…όλοι συμφωνούν ότι οι Πελασγοί ήταν ένα αρχαίο φύλο σκορπισμένο σε όλη την Ελλάδα και ότι πολλοί ονομάζουν και τα Ηπειρωτικά γένη Πελασγικά, επειδή οι Πελασγοί είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους μέχρι εκεί…».

Το όνομα Πελασγοί, χρησιμοποίησαν κυρίως αρχαίοι, αλλά και μεταγενέστεροι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή ένα τμήμα των πρωτο-ελλήνων. Το όνομα Πελασγός χρησιμοποιείται και από τις αρχαιότερες πηγές με «ποικίλο» περιεχόμενο. Ο Όμηρος μνημονεύει τους Πελασγούς ως συμμάχους των Τρώων, στους οποίους προσέφεραν και στρατιωτική βοήθεια εναντίον των «Αχαιών», στα γεγονότα του Τρωϊκού πολέμου, με αρχηγό τον Ιππόοθο και τοποθετεί την χώρα τους στα Θρακικά παράλια του Ευξείνου Πόντου (περιοχή της προϊστορικής Λάρισας στη Μ. Ασία): «…Ιππόθοος δ’άγε φύλα Πελασγών εγχεσιμώρων, των οι Λάρισαν εριβώλακα ναιετάασκον […] Λήθοιο Πελασγού Τευταμίδαο Αυτάρ Θρήϊκας ήγ Ακάμας…» (Ιλιάδα Β. 840 -841). Όμως ό Όμηρος μνημονεύει, παράλληλα στα «Έπη» Ιλιάδα & Οδύσσεια, ονόματα Πελασγών και για περιοχές της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας. Έτσι μαθαίνουμε ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα το Βασίλειο του Αχιλλέα περιελάμβανε και το Πελασγικό Άργος, όπως ονομάζετο η σημερινή Πελασγία Φθιώτιδος: «…Στο Άργος το Πελασγικό πάλι όσοι κατοικούσαν, στην Άλο και την Αλόπη και όσοι στην Τραχίνα, την Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες που λέγονταν Μυρμιδόνες και Έλληνες και Αχαιοί και είχαν αρχηγό τον Αχιλλέα …» (Ιλιάδα Β. 681 – 685, κατάλογος νεών). Επίσης, ο Όμηρος μνημονεύει τον «Πελασγικό Δία της Δωδώνης» που λάτρευε ο Αχιλλέας: «…Ζεύ άνα Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναιών, Δωδώνης μεδεών δυσχειμέρου αμφί δε Σελλοί σοι ναίουσι υποφήται…» (Ιλιάδα Π.233 – 248).[Οι «Σελλοί ή Ελλοί» ήταν απόγονοι του «Έλλοπος Πελασγού», του Γενάρχη των πρώτων κατοίκων της Περραιβίας (Βλ. Σελλοί - Ελλοί - Γραικοί)].

3. Αίμονες

Οι Αίμονες θεωρούνται οι πρώτοι κάτοικοι της Θεσσαλίας οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή αυτή πριν από το 30.000 π.Χ. Σύμφωνα με το «Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων» (εκδόσεως 1900, του Αν. Κωνσταντινίδη), γενάρχης τους ήταν ο Αίμων, γιος του «Πελασγού» και πατέρας του Θεσσαλού. Σύμφωνα με τον Πλίνιο (ΙV. 7.74) Aιμονία ονομάζετο αρχικά ολόκληρη η Θεσσαλία για να περιορισθεί αργότερα αυτή η ονομασία σε ένα μικρό τμήμα της το «Δώτιον πεδίον», που βρίσκεται πλησίον των Τεμπών και ήταν η κοιτίδα των «Αινιάνων». Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η περιοχή αυτή έλαβε το όνομα Αιμονία, από την κόρη του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, Αιμόνη, η οποία ήταν αδελφή της μητέρας του Γραικού, Πανδώρας (ΗΣΙΟΔΟΣ, Κατάλογος Ηοίαι, που αναφέρονται γυναίκες που γέννησαν παιδιά με Θεούς).

Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι Αίμονες, είχαν εισβάλει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία και έδωσαν στην περιοχή αυτή το όνομα Αιμονία. Η άφιξη των Αιμόνων στη Θεσσαλία ήταν σε τόσο παλαιά εποχή, ώστε πρόλαβαν και έγιναν μάρτυρες του μεγάλου σεισμού, ο οποίος χώρισε τον Όλυμπο από την Όσσα με αποτέλεσμα τα νερά της Θεσσαλίας, που τότε ήταν μία μεγάλη λίμνη, να διοχετευθούν στον Πηνειό και έτσι δημιουργήθηκε η μεγάλη θεσσαλική πεδιάδα (Αθηναίος «Δειπνοσοφισταί» ΙΔ΄. 639, Στραβ. Θ΄ 5).

Στο Λεξικό του ΗΛΙΟΥ, αναφέρονται τα εξής: «… Αίμονες = Όνομα των αρχαιοτάτων κατοίκων της Θεσσαλίας προηγούμενον χρονολογικώς του ‘‘Θεσσαλοί’’. Ο λαός ούτος κατά τους διαφόρους ιστορικούς, έζησεν εις εποχήν τόσον παλαιάν, ώστε παρέστη μάρτυς του τρομερού σεισμού, είς τον οποίον οφείλομεν την θαυμασίαν κοιλάδα των Τεμπών, σχηματισθείσαν δια της διασπάσεως της οροσειράς Ολύμπου και Όσσης. Δια της κοιλάδος αυτής διέρρευσαν τα ύδατα τα οποία απετέλουν τεράστιαν λίμνην και εκάλυπτον ολόκληρον την έκτασιν της σημερινής πεδιάδος Λαρίσης. Κατά την παράδοσιν οι Αίμονες, καθώς και η χώρα των, έλαβον το όνομά των από την Αιμόνην, θυγατέρα του Δευκαλίωνος ή από τον Αίμονα, υιόν του Πελασγού…».

Ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου, θεωρεί τους Αίμονες Προέλληνες και αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: «…Από την αρχαία γραμματεία έφθασαν ως την εποχή μας αναμνήσεις που τοποθετούν τους Αίμονες στη Θεσσαλία και ειδικότερα στο Δώτιον πεδίον, στη Λάρισα και στην Ιωλκό (σημερινό Βόλο). Ως κατάλοιπα του ιδίου λαού μπορούν να θεωρηθούν εξ άλλου τα ονόματα ηρώων (Αίμων, Αιμόνιος) που εντοπίζονται στη Βοιωτία, στην Αιτωλία, και στη νότια Αρκαδία…».

Το όνομα Αίμων, ήταν ένα μυθικό όνομα που το συναντάμε σε όλη την αρχαία Ελλάδα από τη Θεσσαλία μέχρι την Αρκαδία. Συγκεκριμένα: 1/ Ο Αίμων, που αναφέρθηκε παραπάνω και ο οποίος έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία («Δώτιον πεδίον», όπου υπήρχε η πόλη «Αινία» η κοιτίδα των Αινιάνων). 2/ Αίμων, γιος του βασιλιά των Θηβών Κρέοντος, το τελευταίο θύμα της Σφίγγας των Θηβών (Απολλόδ. 3, 5, 8 – Σοφοκλής – Ευρυπίδης – Όμηρος Ιλ. Δ΄394 Αιμονίδης). 3/ Αίμων, γιος του βασιλιά της Πλευρώνος, Θόαντος και πατέρας του Οξύλου που οδήγησε τους Αιτωλούς στην Ήλιδα (σημερινή Ηλεία. Στραβ. 10, 463 – Έφορος 4ος αιώνας π.Χ). 4/ Αίμων, γιος του Βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονος, ιδρυτής και επώνυμος ήρωας της αρκαδικής πόλης Αιμονίας (Παυσ. 8, 44, 1 – Στεφ. Βυζάντιος, λέξη Αιμονία). 5/ Αίμων, πατέρας του ήρωα των Ηλείων και ιδρυτή ή ανανεωτή των Ολυμπιακών Αγώνων, Ιφίτου (Παυσ. 5, 4, 6). 6/ Αίμων, ονομασία μικρού ρυακίου κοντά στη Χαιρώνεια Βοιωτίας. Σύμφωνα με την παράδοση κοντά στον Αίμονα θάφτηκαν οι Αμαζόνες που σκότωσε ο Θησέας (Πλούταρχος, Θησ.27). Ακόμη στην ίδια θέση στρατοπέδευσαν οι Έλληνες που αντιμετώπισαν τον Φίλιππο Β΄ στη μάχη της Χαιρώνειας (Πλούτ. Δημοσθ. 19).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι Αίμονες ήταν πρόγονοι των Σελλών ή Ελλών ή Γραικών, αλλά και του Έλληνα, του Δώρου, του Ξούθου, του Αίολου, του Αχαιού, του Ίωνα, της Πανδώραςης Αιμόνης, κ.ά, που θεωρούνται πρόγονοι των σημερινών Ελλήνων. Επίσης, η περιοχή που είχαν εγκατασταθεί αρχικά οι Αίμονες, το Δώτιον πεδίον ονομάζετο «Ελλοπία», ήταν πλησίον του «Μαντείο της Δωδώνης», που ήταν αφιερωμένο στο Δία και τη Διώνη, απόγονοί τους ήταν ιερείς του Μαντείου (υποφήτες = ερμηνευτές της θείας βούλησης) και ονομάζονταν «Σελλοί ή Ελλοί ή Γραικοί».

4. Αρκάδες 

Οι Αρκάδες, ήταν ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιοελληνικά φύλα που πρωτοεμφανίσθηκε  στον Ελλαδικό χώρο, γύρω και στον άνω ρου του Αλιάκμονα, περί το 2200- 2100 π.Χ. Το 1900 π.Χ περίπου, από το ορεινό τμήμα της Πίνδου, θα μετακινηθούν και θα εγκατασταθούν, αρχικά στην κοιλάδα του Σπερχειού και στην συνέχεια θα φθάσουν μέχρι τον Παρνασσό. Εκεί θα συμμαχήσουν με τους εγκατεστημένους στην περιοχή του Παρνασσού «Λυκάονες», οι οποίοι θα ηγηθούν του συνασπισμού Αρκάδων και «Λυκαόνων» και θα κατακτήσουν την κεντρική Πελοπόννησο, όπου τελικά θα εγκατασταθούν οριστικά. Από το όνομα του αρχηγού των Αρκάδων Αρκά η περιοχή θα ονομασθεί Αρκαδία. Όσα τμήματα Αρκάδων δεν ακολούθησαν τον κύριο μεταναστευτικό κορμό, προς την κεντρική Πελοπόννησο και παρέμειναν σε περιοχές της Ηπείρου (Αρκτάνες) και της Στερεάς Ελλάδος (κυρίως στην περιοχή του Σπερχειού), απορροφήθηκαν από τα άλλα φύλα που υπήρχαν εκεί. Στην Ήπειρο εντοπίζονται στην περιοχή των Τζουμέρκων (Αθαμανικά όρη - «Αθαμάνες») μέχρι τα όρια της Θεσσαλίας και θεωρούνται οι φορείς των μύθων για τον Αρκάδα στην Αθαμανία. Αρχικά θα αφομοιωθούν κατά το μεγαλύτερο μέρος από τους Αθαμάνες και κατά την διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας θα εξαφανισθούν οριστικά. Στην κεντρική Πελοπόννησο οι Αρκάδες αφομοίωσαν τους παλαιότερους κατοίκους, οι οποίοι ήσαν Πελασγοί.

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (Βιβλίο Γ΄. VIII), γενάρχης των Αρκάδων ήταν ο Αρκάς, γιος του Δία και της «Καλλιστώς». Πατέρας της «Καλλιστώς» ήταν ο «Λυκάονας», ο οποίος είχε, εκτός από την Καλλιστώ και 50, γιους ήτοι: Ακόντης, Αιγαίων, Αρχεβάτης, Αγκύρων, Αρπόλυκος, Αίμων, Άρπαλεύς, «Θεσπρωτός», Αλίφηρος, Βουκολίων, Γεννήτωρ, Έλιξ, Έυαίμων, Εύμων, Ευμήτης, Ηραιεύς, Κάνηθος, Καρτέρων, Κορέθων, Κύναιθος, Καύκων, Κλείτωρ, Λίνος, Λέων, Λύκιος, Μαίναλος, Μακαρεύς, Μάκενδος, Μαντίνοος, Μελανεύς, Μηκιστεύς, Νύκτιμος, Οπλεύς, Ορχομενός, Όρος, Οίνορος, Οίνωτρος, Πάλλας, Πλάτων, Πορθεύς, Πόλιχος, Πευκέτιος, Στύμφαλος, Σωκλεύς, Τηλεβόας, Τιτάνας, Φάσσος, Φινεύς, «Φθίος», Φύσιος.

Ορισμένες πηγές μιλούν για αυτόχθονες και προσέληνους, ενώ το όνομα Αρκάς είναι συνώνυμο του Πελασγός. Με βάση νεότερες έρευνες οι Αρκάδες αποτελούσαν ένα φύλο που είχε ισχυρούς δεσμούς με τα Αιολόφωνα φύλα, δηλαδή τους Αχαιούς-Φθιώτες, τους Δωριείς, τους Αινιάνες κ.ά. Έπειτα από την μακρόχρονη συμβίωση με τα φύλα αυτά στην Βορειοδυτική Μακεδονία και την Κεντρική Ελλάδα αφομοίωσαν μεταξύ των άλλων και την γλώσσα. Μιλούσαν την μία από τις δύο παραλλαγές της Κεντρικής - Αιολικής διαλέκτου. Όμως μετά την εγκατάστασή τους στην Αρκαδία, αναπτύχθηκαν διάφοροι νεωτερισμοί στην διαλεκτό τους που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά την Αρκαδική διάλεκτο. Ότι υπήρχαν συγγενικοί δεσμοί μεταξύ των Αρκάδων και των Αιολόφωνων φύλων (Αχαιών Φθιωτών, Δωριέων, Αινιάνων, Αθαμάνων, κ.α) προκύπτει από το γεγονός ότι οι Αχαιοί «Μυκηναίοι» (όπως τους αποκαλούν οι ιστορικοί, προς αποφυγήν συγχύσεως με τους Αχαιούς-Φθιώτες) όταν κατέλαβαν την Πελοπόννησο (1600 – 1150 π.Χ), δεν έθιξαν την δομή της φυλετικής οργάνωσης και την γλώσσα των αρκαδικών πληθυσμών παρά το γεγονός ότι οι Αρκάδες ήσαν υποτελείς των Αχαιών Φθιωτών. Το ίδιο έγινε αργότερα με την «κάθοδο των Δωριέων» στην Πελοπόννησο, οι Αρκάδες έμειναν ανεπηρέαστοι στην ορεινή περιοχή τους και η Αρκαδόφωνη διάλεκτος εξακολουθούσε να υπάρχει και μάλιστα μιλιόταν ακόμη και στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου. Επίσης, προκύπτει και από το γεγονός ότι ο Παυσανίας σχολιάζοντας τις ονομασίες της Αρκαδίας, συσχετίζει πολλές ονομασίες της περιοχής με ανάλογες της Περραιβίας, όπως το νερό του Φενεού που το αποκαλεί «ύδωρ εκ της Στυγός». Ο ίδιος κάνει λόγο για μία πόλη «Κύφο» της Αρκαδίας, που τη συσχετίζει με την «Κύφο», την σημερινή «Δολίχη» της Ελασσόνας. Στην Αρκαδία εντόπισε και κάποιες περιοχές με τις ονομασίες «Ορχομενός», «Όρθιο» και «Μινύια», ονόματα που προέρχονται από την κοιτίδα των αιολόφωνων φύλων (Παυσανίας: Η ΙΙΙ 3, ΧV ΙΙΙΙ, ΗΧΙV 2, HXV IIII).

Μετά κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους «Δωριείς», ομάδες Αχαιών και Αρκάδων θα μεταναστεύσουν στην Κύπρο όπου βαθμιαία θα διαμορφωθεί η λεγόμενη «Αρκαδο - Κυπριακή» διάλεκτος. 

[Γιά τις μετακινήσεις των Αρκάδων (από την αρχική τους κοιτίδα τον Αλιάκμονα - 2200 - 2100 π.Χ), Βλ. Συνημμένο Χάρτη από το Βιβλίο του Δημ. Ε. Ευαγγελίδη, “Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και Περι-Ελλαδικών Φύλων].

5. Αχαιοί

Οι Αχαιοί, ήταν ένα από τα κυριότερα φύλα του Ελληνικού Έθνους, οι οποίοι έλεγαν ότι κατάγονταν από τον «Ξούθο», γιο του Έλληνα και ήταν δισέγγονοι του Δευκαλίωνα. Οι Αχαιοί ήταν φύλο, της «αιολικής ομάδος» και εντοπίζεται στην περιοχή της «Φθίας», που ήταν γνωστή ως «ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΣ». Από την περιοχή αυτή εξαπλώθηκαν σε διάφορες Ελληνικές περιοχές, αλλά και εκτός Ελλάδος όπως: Στην Ιωνία της Μ. Ασίας (Παυσ.Β΄5, Ζ.1- Στράβ. Η΄ 383, Απολλόδ. Β΄ 1), τον Πόντο (Πτολ. Ε΄ 9, 25), την Αίγυπτο, την Συρία, την Παλαιστίνη και άλλες περιοχές). Οι Αχαιοί ήταν αυτοί που κληροδότησαν στους Έλληνες, τα ονόματα: ΑΧΑΙΟΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΑΧΕΛΩΟΣ, ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ, ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ, ΑΧΑΜΑΣ, ΑΧΑΤΗΣ, ΑΧΕΛΗΣ, ΙΝΑΧΟΣ κ.ά. Αυτοί οι περίφημοι Αχαιοί, οι δημιουργοί του «Μυκηναϊκού» πολιτισμού (1600 - 1100 π.Χ), οι οποίοι κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής τους (ΙΔ΄ και ΙΓ΄ αιώνα π.Χ) θα εξαπλωθούν σε ολόκληρη την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο. Στην Κρήτη έφθασαν το 1450 π.Χ περίπου και αφού αναμείχθηκαν με τους «Ετεοκρήτες» (Αυτόχθονες), εγκαταστάθηκαν ακόμα και στην Κνωσό. Οι Αχαιοί, οι οποίοι ονομάζονται από τους νεώτερους ιστορικούς Μυκηναίοι, για να ξεχωρίζουν από τους Αχαιούς Φθιώτες, έφθασαν κατά τον 14ον αιώνα, εκτός από την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα και στην Κύπρο.

Επίσης, η εμπορική δραστηριότητα τους έφερε έως την Κάτω Ιταλία όπου τελευταία, βρέθηκαν ίχνη της παρουσίας τους. Οι Αχαιοί κατασκεύασαν τα μεγάλα Μυκηναϊκά ανάκτορα, τα Κυκλώπεια τείχη, τους θολωτούς τάφους και ανάπτυξαν ένα σύστημα γραφής γνωστό σαν Γραμμική Β΄, που είναι το πρώτο δείγμα Ελληνικής γραφής. Στους Αχαιούς οφείλεται επίσης ο Τρωϊκός πόλεμος, που μας είναι γνωστός από τα Ομηρικά έπη (Ιλιάδα, Οδύσσεια). Στα 1600 π.Χ περίπου, ομάδες αυτού του φύλου από την Αχαϊα Φθιώτιδα, μέσου του παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου έφθασαν στις πηγές του, στο όρος Οξυά και από εκεί κινήθηκαν προς Νότο και δια μέσου του ποταμού Εύηνου, βρέθηκαν στην Πελοπόννησο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος Βασιλιάς του Άργους ονομαζόταν Ίναχος, όπως ο παραπόταμος του Σπερχειού. (Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Αχαϊα, μέχρι τότε ονομαζόταν «Αιγιαλεία»). Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτοι Αχαιοί που έφθασαν στο Άργος είχαν για αρχηγούς τους τον Άρχανδρο και τον Αρχιτέλη. Εκεί νυμφεύθηκαν τις κόρες του Δαναού και μετονομάσθηκαν όλοι οι κάτοικοι του Άργους «Αχαιοί». Οι παλαιοί κάτοικοι του Άργους ήταν οι «Δαναοί», οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Αργολίδα περί το 2100 π.Χ. (Ο Δαναός ήταν δίδυμος αδελφός του Βασιλιά της Αιγύπτου, όπου έφθασε στο Άργος μαζί με τις 50 κόρες του και αφού κυρίεψε την περιοχή, ονόμασε τους κατοίκους Δαναούς). Στα Ομηρικά έπη, το όνομα αυτού του φύλου των Δαναών χρησιμοποιείται μαζί με τα ονόματα των Αχαιών και των Αργείων.

Στο Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, του Αλέξανδρου Ραγκαβή και στο σχετικό λήμμα «Αχαιοί», αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «… μία των κυριοτέρων του Ελληνικού Έθνους, ελέγοντο καταγόμενοι απ’ Αχαιού (του Ξούθου, υιού του Έλληνος), όστις εξ Αττικής υπέταξε τους Πελασγούς της Αργολίδος και της Λακωνίας, ή κατ’ άλλους επέστρεψεν είς Θεσσαλίαν (Φθία), όθεν κατήγετο (Ηρόδοτος Ζ. 132) και εκείθεν οι υιοί του, Άρχανδρος και Αρχιτέλης κατήλθον είς Άργος και εκυρίευσαν εκείθεν πάσαν την Πελοπόννησον πλήν της Αρκαδίας, δι’ ό και πάρ’ Ομήρω αυτών και των Αργείων το όνομα αναφέρεται πάντοτε ως γενικόν των Ελλήνων. Αλλ’ είτα, υπό των Ηρακλειδών εξωσθέντες του Άργους και της Λακωνίας, κατώκησαν από της εισβολής των Δωριέων την Βορειοδυτική Πελοπόννησον, την πρίν Ιωνίαν ή Αιγιαλείαν καλουμένην. Ο δε Οβίδιος (ex Pont.IV. 10.27) μνημονεύει Αχαιών και κατά τας βορείους παραλίας του Ευξείνου πόντου…».

Την δεκαετία του 50, έγινε αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄ και σήμερα γνωρίζουμε αρκετές λεπτομέρειες και στοιχεία για τους Αχαιούς. Προς αποφυγήν συγχύσεων με τους κατοίκους της «Αχαϊας Φθιώτιδος» των Ιστορικών χρόνων, χρησιμοποιείται ο όρος «Μ υ κ η ν α ί ο ι» και «Μυκηναϊκή» γλώσσα και γραφή. Η Μυκηναϊκή γλώσσα και γραφή, είναι η εξέλιξη της «αιολικής» γλώσσας που έφεραν οι Αχαιοί στην Πελοπόννησο, όπου δέχθηκε επιδράσεις από την διάλεκτο των κατοίκων της κεντρικής Πελοποννήσου, πριν από την διαφοροποίησή της, σε «Αρκαδική» και «Κυπριακή».

6. Μυρμιδόνες

Οι Μυρμιδόνες ήταν αρχαίο πολεμικό φύλο, που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Φθίας, όταν έφθασε εκεί ο Πηλέας, φιλοξενούμενος από τον Βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα. Αργότερα ο Πηλέας θα παντρευτεί την κόρη του Ευρυτίωνα, Αντιγόνη και θα πάρει για προίκα, το ένα τρίτον του Βασιλείου της Φθίας, την κοιλάδα του Σπερχειού μέχρι την περιοχή του Δομοκού, ενώ ασκούσε επικυριαρχία και στους Δόλοπες.

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (Βιβ. Τ. Β΄ΧΙΙΙ), ο Πηλέας ήταν γιος του Βασιλιά της Αίγινας Αιακού και φυγαδεύτηκε από τον πατέρα του επειδή είχε σκοτώσει τον αδελφό του Φώκο. Τον Πηλέα ακολούθησαν και πολλοί συνοδοί του (φρουροί), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μονίμως στην περιοχή της Φθίας και ή πόλη όπου διέμεναν ονομάζετο Μυρμιδών. Ο Ιωαν. Γ. Βορτσέλας, στο Βιβλίο του Φθιώτις, σελ.60, αναφέρει τα εξής: «…διότι ο Πηλεύς φεύγων εκ της πατρίδος αυτού Αιγίνης ήλθε προς τον Ευρυτίωνα, Βασιλέως της Φθιώτιδος, όστις απεδέξατο αυτόν και έδωκεν αυτώ είς γάμον την θυγατέρα του Αντιγόνην και το τρίτον του Βασιλείου, είς ό έφερε και Μυρμιδόνες εποίκους εξ Αιγίνης. Ο Πηλεύς έφυγεν έξ Αιγίνης διότι εφόνευσε τον νεώτερον αδελφόν του Φώκον […] Ο Πηλεύς, υιός του Αιακού, Βασιλέως της Αίγινας, σύζυγος της Αντιγόνης, της θυγατρός του Ευρυτίωνος, ύστερον δε της Θέτιδος (θεάς Νηρηϊδος), πατήρ του Αχιλλέως…».

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα, κάνει πολλές αναφορές στους «Μυρμιδόνες», ενδεικτικά αναφέρονται μερικές από αυτές: 

1. (Ιλιάδα Β. 683-685) «… οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί των αύ πεντήκοντα νεών ήν αρχός Αχιλλεύς …».

2. (Ιλιάδα Π. 593-596) «…Των Λυκιωτών ο αρχηγός, ο Γλαύκος, πίσω πρώτος γύρισε και το Βαθυκλή σκότωσε τον αντρείο, γιο του Χάλκωνα, που ζούσε στην Ελλάδα και ήταν σε πλούτη και σε βιός ξεχωριστός μέσα στους Μυρμιδόνες …».

3. (Ιλιάδα Π. 11-15) «… Πάτροκλε, όμοιος μ’αυτό θερμά τα δάκρυα χύνεις, στους Μυρμιδόνες, σε μένα κάτι να πείς γυρεύεις ; Τάχα μόνος να άκουσες μήνυμα απ’ τη Φθία ; Πως ζει λένε ο Μενοίτιος, το τέκνο του Ακτόρου ακόμη και ο Πηλέας ζεί μέσα στους Μυρμιδόνες, που και των δύο ο θάνατος πολύ θα μας λυπούσε…».

 

4. (Ιλιάδα Π. 64-65) «…Βάλε τώρα στους ώμους σου τα ένδοξά μου όπλα, οδήγα τους ατρόμητους στη μάχη Μυρμιδόνες …».

 

5. (Ιλιάδα Σ. 354-355) «…κι ολονυχτίς τον Πάτροκλο έπειτα οι Μυρμιδόνες γύρω απ’ τον φτερόποδο θρηνούσαν Αχιλλέα …».

6. (Ιλιάδα Τ. 277- 279) «…Σκόρπισαν ο καθένας τους γρήγορα στα καράβια κι οι ανδρείοι Μυρμιδόνες νοιάζονταν για δώρα και στο καράβι τα’ φερναν του άξιου Αχιλλέα …».

7. (Ιλιάδα Τ. 298-299) «…να με πάς στη Φθία με τα πλοία και γάμο να γιορτάσουμε μέσα στους Μυρμιδόνες …».

Οι Μυρμιδόνες ήταν άριστοι πολεμιστές και η πολεμική τους δύναμη οφειλόταν κυρίως στο ισχυρό ιππικό. Διέθεταν τα καλλίτερα άλογα στο Ελληνικό στράτευμα και η συμμετοχή τους στον πόλεμο της Τροίας, υπήρξε ουσιαστικός παράγοντας της νίκης. Ο Όμηρος τους αποκαλεί «ταχύπωλους». 

7. Δόλοπες

Οι Δόλοπες ήταν αιολόφωνο φύλο και σύμφωνα με τον Απολλώνιο Ρόδιο (Α.585) συγγενικό με τους Μάγνητες. Κατοικούσε βορειοανατολικά του Τυμφρηστού και μέχρι πάνω από το σημερινό Καρπενήσι. Ο Θουκυδίδης (Β.102, 2) αναφέρει ότι ο Αχελώος ποταμός ρέει: «…δια Δολοπίας και Αγραίων και Αμφιλόχων». Σύμφωνα με τον Στράβωνα (10, 430, 432, 437) η χώρα βρισκόταν στο Νοτιοδυτικό τμήμα της Θεσσαλίας μεταξύ της Φθιώτιδος και των Αινιάνων στα Ανατολικά, των Ευρυτάνων και Αγραίων στα Νότια, της Αμφιλοχίας στα Δυτικά και των Αθαμάνων και της Θεσσαλιώτιδας στα Βόρεια. Τα όρια της δεν έχουν προσδιορισθεί με ακρίβεια, αλλά πιθανολογείται ότι εκτεινόταν από την Ξυνιάδα λίμνη στα Ανατολικά, από τον Ασπροπόταμο (Αχελώο) στα Δυτικά και από τον Τυμφρηστό στα Νότια, μέχρι τον Σμίγο ποταμό στα Βόρεια. Η Δολοπία ήταν χώρα απομονωμένη άγονη και άβατη και γι’αυτό αποτελούσε πάντα διαμέρισμα ελεύθερο και πολεμικό, που κατοικούνταν όμως από φτωχούς και τραχείς ποιμενικούς πληθυσμούς. Αρχαία λείψανα έχουν βρεθεί στη σημερινή Ρεντίνα, στον Άγιο Ιωάννη, στην Κάτω Αγόριανη κ.ά. Πρωτεύουσά τους ήταν η αρχαία Κτημένη που βρισκόταν κοντά στο σημερινό ομώνυμο χωριό, στην περιοχή της λίμνης Σμοκόβου. Υπάρχουν και άλλες απόψεις για την θέση της αρχαίας Κτημένης που την τοποθετούν κοντά στο χωριό Φουρνά της Ευρυτανίας (σώζονται ίχνη από αρχαία οχυρωματικά τείχη και αρχαίους τάφους) ή κοντά στο χωριό Ρεντίνα του Νομού Καρδίτσας ή κοντά στη λίμνη Ξυνιάδα. Σύμφωνα με τον Απολλώνιο Ρόδιο (στην περιγραφή του καταλόγου των ηρώων που συμμετείχαν στην Αργοναυτική εκστρατεία): “...Ηλυθε δ’ αύ Μόψος Τιταρήσιος, όν περι πάντων Λητοϊδης εδίδαξε θεοπροπίας οιωνών ηδέ και Ευρυδάμας Κτιμένου παις άγχι δε λίμνης Ξυνιάδος Κτιμένην δολοπηίδα ναιατάακεν...” (Ήλθε κι ο Τιταρήσιος ο Μόψος που για όλες ο Απόλλωνας τον δίδαξε τις προφητείες των οιωνών και του Κτημένου ο Ευρυδάμας, που κοντά στη λίμνη Ξυνιάδα κατοικούσε, την Δολοπική Κτιμένη). Κοντά στην αρχαία Κτημένη  υπήρχε και άλλη αρχαία πόλη που ονομαζόταν Αγγειαί και σύμφωνα με την παράδοση οι Κτημένιοι ήρθαν σε ρήξη με τους Αγγειούς για τα σύνορα που βρίσκονταν στο σημερινό οροπέδιο Ζαχαράκι. Στα Βυζαντινά χρόνια η Δολοπία ονομαζόταν «Άνω Βλαχία». Οι Δόλοπες αναφέρονται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Ραψωδία Ι. 484), ως υπήκοοι του Πηλέα, ο οποίος ήταν βασιλιάς της Φθίας. Πρέπει όμως να είχαν κατακτήσει και τη Σκύρο, διότι ο Ομηρικός ήρωας Λυκομήδης, αναφέρεται ως Βασιλιάς των Δολόπων της Σκύρου. Την κόρη του Λυκομήδη Δηϊδάμεια, είχε σύζυγο ο Αχιλλέας, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Νεοπτόλεμο. 

Σύμφωνα με την παράδοση, την περιοχή που κατοικούσαν οι Δόλοπες, κατέκτησε ο Πηλέας, ο οποίος όρισε ως Βασιλιά των Δολόπων τον παιδαγωγό του γιου του Αχιλλέα Φοίνικα. Ο Φοίνικας ακολούθησε τον Αχιλλέα στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του (Ομήρου Ιλιάς. Ραψωδία Ι. 478 – 495). Ο λόγος του Φοίνικα προς τον Αχιλλέα: « … Αργά ο γέρο Φοίνικας γύρισε και του είπε: Ώστε από σε να χωριστώ δε θα’ θελα παιδί μου, κι αν μου υποσχόταν ο θεός να ξύσει απ’ το κορμί μου τα γειρατιά, σαν άλλοτε τη νιότη να μου δώσει, σαν τότε που παράτησα την Ελλάδα που έχει γυναίκες όμορφες, ζητώντας να αποφύγω την οργή του πατέρα μου. Οργιζόταν για δούλα ομορφόμαλη, που ο ίδιος αγαπούσε και αψηφούσε τη μάνα μου […] Κι’ έφευγα την πλατύχωρη διαβαίνοντας Ελλάδα και έφθασα στην εύφορη, προβατομάνα Φθία, στου Πηλέα το αρχοντικό. Καλόκαρδα εκείνος με δέχθηκε, μ’ αγάπησε όπως ένας πατέρας που έχει κτήματα πολλά το γιο του αγαπάει και πλούσιο με έκανε, μου έδωσε πολύ κόσμο, στην άκρη της Φθίας με έκανε άρχοντα των Δολόπων. Και έτσι εγώ σ’ ανάθρεψα, θεόμορφε Αχιλλέα, αγαπώντας σε και ποτέ δεν ήθελες να φας με άλλο έξω απ’ το σπίτι σου ή και σ’ εκείνο μέσα, έπρεπε να σε παίρνω εγώ στα γόνατά μου πάντα, να κόβω κρέατα να τρώς, να δίνω το κρασί σου. Πολλές φορές μου έβρεξες στα στήθη το χιτώνα, καθώς ήσουν μικρό παιδί, ξερνώντας το κρασί σου. Πολλά για σένα τράβηξα, μόχθησα πολύ τόσο, γιατί μ’ αρνιούνταν οι θεοί παιδί για να αποκτήσω. Παιδί μου εγώ εσένα έκανα, θεόμορφε Αχιλλέα, για να με γλίτωνες και συ, απ’ το κακό μια μέρα …».

Οι Δόλοπες συμμετείχαν σε όλες τις Αμφικυονίες από τους πρώτους. Αναφέρονται και στην πρώτη Αμφικτυονία την «Πυλαία», που έγινε στο Ιερό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος μαζί με τα συγγενικά φύλα, Αινιάνες, Αχαιούς - Φθιώτες, Μαλιείς και Λοκρούς καθώς και στην μεγάλη Αμφικτυονία την «Δελφική», που έγινε τον 8ον αιώνα π.Χ στους Δελφούς και συμμετείχαν τα δώδεκα Ελληνικά φύλα (Δόλοπες, Αινιάνες-Οιταίοι, Αχαιοί-Φθιώτες, Μαλιείς, Λοκροί, Θεσσαλοί, Μάγνητες, Περραιβοί, Ίωνες, Βοιωτοί, Δωριείς και Φωκείς).

Οι Δόλοπες στο Λαμιακό πόλεμο (323/322 π.Χ) ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων. Αργότερα έγιναν μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας και στη συνέχεια εξαρτώνταν από τους Μακεδόνες. Αυτοί οι κλυδωνισμοί ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Αιτωλούς ήταν ένας από τους λόγους που οι Αιτωλοί ζήτησαν την βοήθεια των Ρωμαίων, οι οποίοι αφού νίκησαν τους Μακεδόνες … δεν έφυγαν ποτέ από την Ελλάδα. Κατά την διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας (2ος αιώνα μ.Χ) οι Δόλοπες εξαφανίσθηκαν ως ξεχωριστό φύλο, όπως συνέβη και με τα άλλα Ελληνικά φύλα.

8. Δωριείς

Οι Δωριείς ήταν ένα από τα σημαντικότερα Ελληνικά φύλα της αρχαιότητας: «… μία των αρχαίων και πρώτων τεσσάρων Ελληνικών φυλών, κληθείσα ούτως από του Δώρου υιού του Έλληνος …» (Λεξικό Κυρίων Ονομάτων, του Ανέσ. Κωνσταντινίδη). Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο Έλληνας, μυθικός γενάρχης των Ελλήνων ήταν γιος του βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Ο Δώρος, ο Ξούθος και ο Αιόλος ήταν παιδιά του Έλληνα. Ο Ξούθος εκδιώχθηκε από τους αδελφούς του και ήλθε στην περιοχή της Αττικής, όπου νυμφεύθηκε την Κρέουσα, κόρη του βασιλέως Ερεχθέως, από την οποία απέκτησε τον Αχαιό και τον Ίωνα. Ο Αίολος παρέμεινε στη Φθία και ονόμασε τους κατοίκους Αιολείς, ο δε Δώρος εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ της Φθιώτιδος και Παρνασσού και ονόμασε τους κατοίκους «Δωριείς».

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι «Δωριείς» ήταν ένα «τμήμα προγονικό» των αρχαίων Μακεδόνων, που για κάποιους άγνωστους λόγους αναγκάσθηκε να μεταναστεύσει νοτιότερα και έτσι να αποκοπεί από τον κορμό του Μακεδονικού φύλου: «…Επί γαρ Δευκαλίωνος βασιλέως, οίκιε γήν την Φθιήτιν, επί δε Δώρου του Έλληνος την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώραν καλουμένην Ιστιαιήτιν, εκ δε Ιστιαιήτιδος οίκεε εν Πίνδο, εντεύθεν δε αύθις ες την Δρυοπίδα μετέβη και εκ της Δρυοπίδος ούτω ές Πελοπόννησον ελθόν Δωρικόν εκλήθη …» (Ηρόδοτος Α. 57).

Σύμφωνα με νεότερες απόψεις (Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών Φύλων, του Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη), στα μέσα της Μυκηναϊκής περιόδου, ένα φύλο που ομιλεί μία μορφή της Δυτικής Ηπειρωτικής διαλέκτου, από την Ήπειρο και το αντίστοιχο ορεινό τμήμα της Πίνδου, θα μετακινηθεί και θα εγκατασταθεί αρχικά στην περιοχή Τυρνάβου («Δώτιον πεδίον - κοιτίδα Αινιάνων») και στη συνέχεια θα επεκταθεί μέχρι την περιοχή της Ελασσόνος (Περραιβία). Ως νομαδικό–ποιμενικό φύλο θα μετακινηθεί και πάλι, πιθανόν λόγω συγκρούσεων με άλλα φύλα, προς την Πίνδο. Εκεί θα συμπράξει με τα Μακεδονικά φύλα της περιοχής, τα οποία κατοικούσαν στην περιοχή του όρους Λάκμος της Πίνδου. Στη συνέχεια αυτοί οι «Μακεδνοί» όπως αποκλήθηκαν, θα μετακινηθούν νοτιότερα στην κεντρική Στερεά (μεταξύ Φθιώτιδος και Παρνασσού) και θα συγχωνευθούν με ένα τοπικό στοιχείο, για να προκύψουν τελικώς οι Δωριείς. Το «νεοσχηματισμένο φύλο» των Δωριέων θα παραμείνει, μεταξύ Οίτης και Παρνασσού, μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, 12ος αιώνας π.Χ.

Όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, στο υπό διαμόρφωση φύλο των Δωριέων θα προστεθούν εκτός από ομάδες γειτονικών φύλων και ένα «επιχώριο φύλο» που είχε επικεφαλής το γένος των «Ηρακλειδών» (πρόκειται για τους επεζήζαντες του Τρωϊκού πολέμου, που δεν γίνονταν δεκτοί στις πατρίδες τους). Στα μέσα του 12ου αιώνα π.Χ, άρχισε η λεγόμενη «κάθοδος των Δωριέων ή Ηρακλειδών», με σκοπό την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Οί Δωριείς θα περάσουν στην Πελοπόννησο από την πλευρά των στενών Αντιρρίου – Ρίου. Η σημερινή πόλη Ναύπακτος οφείλει το όνομά της στην κατασκευή των πλοίων που κατασκευάζονταν στην περιοχή αυτή προκειμένου να περάσουν απέναντι. (Ναύς -πήγνυμι = κατασκευάζω πλοίο = Ναύπακτος). Οι Δωριείς με αρχηγό στην πρώτη φάλαγγα τον Τήμενο θα καταλάβουν την Αργολίδα, στην δεύτερη με αρχηγό τον Αριστόδημο, θα κατακτήσουν την Λακωνία χωρίς αντίσταση και στην τρίτη με αρχηγό τον Κρεσφόντη θα καταλάβουν την Μεσσηνία επίσης χωρίς αντίσταση. Τα παραπάνω γεγονότα προσδιορίζονται χρονολογικά μεταξύ 1125 – 1120 π.Χ.

Μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου οι παλαιοί κάτοικοι θα μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές και αρκετοί θα παραμείνουν ως υποτελείς των Δωριέων. Κατά τον 10 π.Χ αιώνα περίπου, Δωριείς από την Κόρινθο με την βοήθεια ομοφύλων τους από την Λακωνία και την Μεσσηνία θα καταλάβουν την Μεγαρίδα. Η απόπειρά τους να καταλάβουν και την Αττική απέτυχε χάρη στην ηρωϊκή αυτοθυσία του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Οι Δωριείς ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές: Τους Υλλείς, τους Δυμάνες και τους Παμφύλους (Η ονομασία της φυλής των Παμφύλων προφανώς σημαίνει την ένωση διαφορετικών εθνικών στοιχείων). Οι επώνυμοι ήρωες των Δυμάνων και των Παμφύλων θεωρούντο γιοί του βασιλιά Αιγιμιού, ο οποίος τους οδήγησε στη Δωρίδα. Ο αρχηγός των Υλλέων Ύλλος, ήταν γιος του Ηρακλή και της Δηϊάνειρας. Στη «Δωρίδα» των κλασσικών χρόνων είχε δημιουργηθεί η περίφημη «Τετράπολη» (Έρινεός, Βοίον, Κυτίον, και Πύδνος), η οποία ήταν πρωτεύουσα της περιοχής (Στράβων, Θ. ΙV. 10). [Σ/Σ. Οι Δωρείς δεν αναφέρονται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα & Οδύσσεια].

 

[ Όρισμένοι ιστορικοί ερευνητές συγχέουν τους Δωριείς με τους Αινιάνες, όταν αναφέρονται στον Γουνέα από την Κύφο, που έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και τον ονομάζουν πρόγονο των Δωριέων. Όπως προαναφέρθηκε όμως, ο Όμηρος δεν κάνει καμία αναφορά για τους Δωριείς, παρά μόνο για τους Αινιάνες (Ενιήνες) και τους Περραιβούς, οι οποίοι με κοινό αρχηγό τον Γουνέα από την Κύφο, έλαβαν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας: “...Γουνεύς δ’ εκ Κύφου ήγε δύω και είκοσι νήας, τω δ’ Ενιήνες έποντο μενεπτόλεμοι τε Περραιβοί οι περί Δωδώνην δυσχείμερον οίκι’ έθεντο…” (Ιλιάδα Β. 748 - 749). Προφανώς, η σύγχυση αυτή να οφείλεται στο γεγονός ότι πρόγονοι των μετέπειτα Δωριέων, είχαν μετακινηθεί και εγκατασταθεί σε περιοχές που βρίσκονταν και Αινιάνες, όπως ήταν το ορεινό τμήμα της Πίνδου μέχρι την Δωδώνη και την Μολοσσία χώρα, η περιοχή των Τεμπών που βρισκόταν το “Δώτιον πεδίον” (κοιτίδα των Αινιάνων), καθώς και η περιοχή της Ελλασόνας, που ονομαζόταν Περραιβία. Επίσης όπως προαναφέρθηκε, οι Δωριείς ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, τους “Υλλείς”, (απόγονοι του Ύλλου, γιου του Ηρακλή), τους “Δυμάνες” (απόγονοι του βασιλιά Αιγιμιού, ο οποίος τους οδήγησε στη Δωρίδα) και τους “Παμφύλους” (ονομασία που σημαίνει την ένωση των διαφορετικών εθνικών στοιχείων). Συνεπώς στο τμήμα των Δωριέων με την ονομασία “Πάμφυλοι”, είχαν προστεθεί και ομάδες Αινιάνων, Μολοσσών, Μακεδόνων και άλλων φύλων].            

               9 . Σελλοί - Ελλοί - Γραικοί 

Σελλοί – Ελλοί – Γραικοί, είναι τρεις όροι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους και σύμφωνα με όσα μέχρι σήμερα είναι γνωστά, από τις αρχαίες πηγές (παραδόσεις και αρχαία Ελληνική Γραμματεία), καθώς και τις νεότερες έρευνες σύγχρονων ιστορικών, έχουν σχέση με την παλαιότερη ονομασία των Ελλήνων. Συγκεκριμένα, Σελλοί ονομάζονταν οι κάτοικοι της «αρχαίας Δωδώνης του Ολύμπου», όπου ευρίσκετο το αρχικό Μαντείο, πριν τον κατακλυσμό του Ωγύγου (25.000 π.Χ). Οι Σελλοί ήταν «υποφήτες» του Μαντείου («Μουσάων υποφήται…» Θεόκρ.), δηλαδή ιερείς - ερμηνευτές της θείας βούλησης - πεφωτισμένοι προφήτες. Η λέξη προέρχεται από το «Σέλλας», που σημαίνει φως, φωτίζω (Ήλιος). Έχει σχέσει με το διάχυτο φως της ανώτερης ατμόσφαιρας στο βόρειο πολικό «Σέλλας» («καθαρόν αμέρας Σέλλας…», Πίνδαρος). Επίσης, από το φως της αστραπής: «... ή σεισμόν ή βροντίν ή Διός Σέλλας …», Σοφοκλής). Οι Σελλοί αναφέρονται από τον Όμηρο στην προσευχή του Αχιλλέα προς τον Δία (Ιλιάδα Π.233-235): «…Ζεύ άνα, Δωδωναίε Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, αμφί δε Σελλοί σοί ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι…(...Βασιλιά Δία, Δωδωναίε Πελασγικέ, που ζεις μακριά και κυβερνάς την Δωδώνη με τις βαρυχειμωνιές της, που γύρω της ζούν λατρεύοντας σε οι ανιπτόποδες μάντεις Σελλοί που κοιμούνται καταγής...)». Οί Σελλοί θεωρούνται απόγονοι του Ελλού ή Έλλοπος - Πελασγού, του Γενάρχη των πρώτων κατοίκων της πεδινής Περραιβίας, γι’αυτό και η περιοχή γύρω από την λίμνη «Βοϊβοηίδα» και το «Δώτιον πεδίον», ονομαζόταν «Ελλοπία». Ο Πίνδαρος αναφέρει ότι η λέξη «Ελλοί» είναι αδελφικός τύπος της λέξεως «Σελλοί».

Ο Στράβων (Γεωγραφικά Ζ. 5,7,9,10,20), παραθέτοντας απόψεις παλαιότερων ιστορικών και συγγραφέων (Ησίοδο, Πίνδαρο, Φιλόχορο κ.ά), αναφέρει ότι οι Σελλοί λέγονταν και Ελλοί και ότι κατοικούσαν στην «Ελλοπία», περιοχή της Δωδώνης του Ολύμπου, όπου υπήρχε το αρχικό Μαντείο της Δωδώνης: «… της δε Σκοτούσσης εμνήσθημεν και εν τοις περί την Δωδώνης λόγοις και του Μαντείου εν Θετταλία, διότι περί τούτον υπήρξεν τον τόπον …». Επίσης, ο Κινέας ο Θεσσαλός, όπως και ο Σουίδας (ο ιστορικός που έγραψε τα Θεσσαλικά), αναφέρουν ότι το Μαντείο της Δωδώνης αρχικά ήταν στην «Σκοτούσσα» Θεσσαλίας και αργότερα μεταφέρθηκε στην Ήπειρο από τους Αινιάνες.

Σύμφωνα με το Λεξικό Κυρίων Ονομάτων, του Ανέστη Κωνσταντινίδη (εκδόσεως 1900), στο λήμμα «Σελλοί», αναφέρονται μεταξύ των άλλων και τα εξής: «…ορεσίβιοι τινές γυμνόποδες, κατά γής κοιμώμενοι, πανάρχαιοι ιερείς του Διός εν Δωδώνη, ού και το ιερόν πρώτοι ελέγοντο ιδρύσαντες, απόγονοι των Πελασγών…».

Στην Εγκ.Ήλιος, του Ι. Πασσά, αναφέρονται τα εξής: «…ο λαός ούτος, κατά τους διαφόρους αρχαίους ιστορικούς, έζησεν εις εποχήν τόσον παλαιάν, ώστε παρέστη μάρτης του τρομερού σεισμού, εις τον οποίον οφείλομεν την θαυμασίαν κοιλάδα των Τεμπών, σχηματισθείσαν διά της διασπάσεως της οροσειράς Ολύμπου και Όσσης. Διά της κοιλάδος αυτής διέρευσαν τα ύδατα τα οποία απετέλουν τεράστιαν λίμνην και εκάλυπτον ολόκληρον την έκτασην της σημερινής πεδιάδος της Λαρίσης…».

Στην Εγκ. “Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα, στη λέξη «Σελλοί ή Ελλοί», αναφέρονται τα εξής: «…πανάρχαιοι κάτοικοι της Ελλοπίας, με τους οποίους ορισμένοι μελετητές συσχέτισαν και τις λέξεις Έλλην και Ελλάς. Τους θεωρούσαν εκφραστές της θείας βούλησης και θεόπνευστους (υποφήτας) του Μαντείου της Δωδώνης. Στο «Μέγα Ετυμολογικόν» το όνομά τους φέρεται να προέρχεται από τα έλη, που μετά τον κατακλυσμό συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της Ελλοπίας…  

Κατά τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά Α΄ 352 α), «Σελλοί» ονομάζονταν οι Έλληνες πριν τον μεγάλο κατακλυσμό, ο οποίος συνέβη: «… περί την Ελλάδα την αρχαίαν. Αύτη δ’ εστίν η περί την Δωδώνην […] Ώκουν γάρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νύν δ’ Έλληνες …».

Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο «Ελλός» που ήταν γιος του Βασιλιά της Φθίας «Θεσσαλού» και της «Αιμόνης» κόρης του Δευκαλίωνος, έγινε ο πρώτος ιερέας του Διός στο Μαντείο της Δωδώνης, δηλαδή έγινε «Σελλός» (υποφήτης). Έτσι εξηγείται η ταύτιση του ονόματος «Ελλός» με το όνομα «Σελλός». Επίσης, σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο η «Πανδώρα» κόρη του Δευκαλίωνος και αδελφή της «Αιμόνης», γέννησε τον «Γραικό» με τον βασιλιά της Φθίας «Θεσσαλό» και όχι με τον Δία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στον "Κατάλογο Ηοίαι". Αυτό σημαίνει ότι ο «Ελλός» και ο «Γραικός» ήταν αδέλφια από τον πατέρα τους «Θεσσαλό» και εξαδέλφια από τις μητέρες τους «Αιμόνη» και «Πανδώρα». Αλλά και με τον «Έλληνα» ήταν συγγενείς, διότι ο «Έλληνας» ήταν γιος του Δευκαλίωνος και αδελφός της «Αιμόνης» και της «Πανδώρας».

Η Εγκ. "Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα", στη λέξη «Δωδώνη», αναφέρει ότι ορισμένες παραδόσεις, που διαμορφώθηκαν στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου, θέλουν τον «Ελλό», που ήταν γιος του «Θεσσαλού» και επώνυμος του προϊστορικού φύλου των «Ελλών» και οποίος έγινε ο πρώτος ιερέας του Διός στο «Μαντείο της Δωδώνης», να επεχείρησε να κόψει με πέλεκυ την ιερή βαλανιδιά (δρύ) που βρισκόταν στο προαύλιο του Μαντείου, αλλά τον εμπόδισε ένα περιστέρι με ανθρώπινη μιλιά που είχε φωλιάσει στα κλαδιά της ιερής δρυός. Με την αντίθεση αυτή του «Ελλού», προς το ιερό δένδρο της δρυός, φαίνεται η προσπάθεια επικράτησης των δύο διαφορετικών προϊστορικών λατρειών, της δρυολατρίας των «Δρυϊδων» και της λατρείας του «Δωδωναίου Πελασγικού Διός», που εκπροσωπούσε ο ίδιος ο «Ελλός», ως ιερέας - υποφήτης - ερμηνευτής της θείας βούλησης.

Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", στο κεφάλαιο «Φθία και Έλληνες», Τ. 1ος , σελ. 81, αναφέρει τα εξής: «… Παρά τω Αριστοτέλει (Μετεωρολ. Α, 14), το όνομα Σελλοί ή Ελλοί, το διδόμενον υπό του Ομήρου εις τους υποφήτας του εν Δωδώνη λατρευομένου Διός, μεθίσταται είς την έννοιαν φυλής Σελλών ή Ελλών, μετά τούτους δε μνημονεύεται και η φυλή των Γραικών.

[…] Εν τω περιφήμω Παρίω μαρμάρω καλουμένου ιστορικώ πίνακι (στιχ. 8-11) λέγεται: « …Αφ’ ού Αμφικτύων ο Δευκαλίωνος εβασίλευσεν έν Θερμοπύλες και Έλληνες ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι.

[…] Εκ των έν τω Χρονικώ τούτο, των χρόνων του Ελληνισμού περί Γραικών παραδιδομένων ουδέν άλλο μανθάνομεν ή ότι έν τοις χρόνοις τούτους το όνομα Γραικός εθεωρείτο αρχαιότερον του ονόματος Έλλην.

[…] Φαίνεται δε ότι και Γραικοί όπως Σελλοί, εκαλούντο έν αρχή οι έν Δωδώνη υποφήται και όπως το Σελλός ή Ελλός = Έλλην, είναι λαμπρός, επιφανής, ούτω και το Γραικός είναι προσωνυμία τιμητική των υποφητών.

[…] Δεν είναι πάντως απαραδειγμάτιστον έν τη ιστορία ότι έκ μικρού τινός Έθνους ή φυλής λαμβάνει το όνομα ολόκληρος οικογένεια λαών, είναι δε προχειρότατον το παράδειγμα του μικρού συνοίκου τοις Γραικοίς Ηπειρωτικού πελασγικού έθνους των Σελλών ή Ελλών ή Ελλόπων, δόντος το όνομα είς μεγίστην ομάδα λαών αποτελεσάντων κόσμον μέγαν, οίος ο Ελληνικός

[…]  Είναι γνωστότατον ότι εν τη Λατινική γραμματεία οι Έλληνες καλουνται Graeci και ότι έκ του ονόματος τούτου το κοινόν τοις πάσι τοις Ευρωπαϊκοίς λαοίς όνομα των Ελλήνων είναι Grec, κατά τύπους ολίγον παραλλαγμένους (Greco, Grec, Greec).

Οι αρχαίοι θεωρούσαν το όνομα «Γραικός» αρχαιότερο από το όνομα «Έλληνας» και το εντόπιζαν στην περιοχή της ΦΘΙΑΣ (Φθιώτιδα). Ο Απολλόδωρος (180–109 π.Χ), Βιβλ. VI, VII, αναφέρει: «…Προμηθέως δε παίς Δευκαλίων εγένετο, ούτος βασιλεύων των περί την Φθίαν τόπων […] Γίνονται δε έκ Πύρρας (την Επιμηθέως και Πανδώρας ήν έπλασαν οι θεοί) και Δευκαλίωνι παίδες Έλλην μεν ο πρώτος, όν εκ Διός γεγεννήσθαι, δεύτερος δε Αμφικτύων, ο μετά Κραναόν βασιλεύσας της Αττικής. Έλληνος δε και νύμφης Ορσηίδος Δώρος, Ξούθος, Αίολος, αυτός μεν αφ’ αυτού, τους καλουμένους Γραικούς προσηγόρευσεν Έλληνες …». 

Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο (Βερολίνο 1849, στη λέξη Γραικός), η κόρη του Δευκαλίωνα Πανδώρα με τον Βασιλιά της Φθίας Θεσσαλό, γιο του Αίμονος και εγγονό του Πελασγού γέννησε τον Γραικό, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι κάτοικοι της περιοχής. Σύμφωνα όμως με τον Κατάλογο Α΄ «Ηοίαι» του Ησιόδου (850 - 800 π.Χ), η κόρη του Δευκαλίωνα Πανδώρα με το Δία γέννησε το Γραικό, που ήταν γενναίος, δυνατός, ισχυρός, (μενεχάρμης): «…Κούρη δ’ εν μεγάροισι αγαυού Δευκαλίωνος, Πανδώρη Διί πατρί θεών σημάντορι πάντων μειχθείσ’ εν φιλότητι τέκε Γραικόν μενεχάρμην…». [Ο Κατάλογος «Ηοίαι» του Ησιόδου, ήταν κατάλογος γυναικών στον οποίο αναφέρονται γυναίκες που γέννησαν παιδιά με θεούς. Εκτός από την κόρη του Δευκαλίωνα, ονομαζόταν Πανδώρα και η μητέρα της συζύγου του Δευκαλίωνα Πύρρας, που ήταν η πρώτη γυναίκα στη Γή , που έπλασαν ο Ήφαιστος και η Αθηνά στον Όλυμπο (Ησίοδος: Θεογον. 507 – 616 & Έργα και Ημερ. 60). Επίσης, «Πανδώρα» ήταν και το όνομα μιας χθόνιας θεότητας, η οποία ταυτιζόταν με τη Γή. Η παράδοση αυτή φαίνεται θέλει να μας πει, ότι ο πρώτος άνθρωπος γεννήθηκε από την Πανδώρα Γή].

Πάντως, όπως και να έχουν τα πράγματα, είτε η Πανδώρα Γή με τον Δία γέννησε τον Γραικό, είτε η Πανδώρα μητέρα της συζύγου του Δευκαλίωνα με τον Δία γέννησε τον Γραικό, είτε η Πανδώρα κόρη του Δευκαλίωνα με τον Δία, ή κατ’ άλλους με τον Θεσσαλό, τον γιο του Αίμονος, εγγονό του Πελασγού και Βασιλιά της Φθίας γέννησε το Γραικό, ένα είναι βέβαιο ότι ο Γραικός γεννήθηκε σ’ αυτή την περιοχή και είχε συγγενική σχέση με τους ”Ελλούς ή Σελλούς”.  Αυτό βεβαιώνεται από όλους τους ιστορικούς ερευνητές, αρχαίους αλλά και σύγχρονους.

Σε εργασία που έγινε από τον καθηγητή Πανεπιστημίου Παν. Χρήστου, εξετάζεται η διαχρονική πορεία του εθνικού ονόματος Γραικός και αναφέρονται τα εξής: «...Επρόκειτο για ένα διφυές φύλο, που απετέλεσε μία ενότητα με δύο κατά περιστάσεις ονόματα Γραικοί ή Σελλοί - Ελλοί. Ένα μέρος του επέρασε από την Δωδώνη προς την Φθία όπου έγινε ένδοξο, υπό τον ηγεμόνα του Αχιλλέα με το όνομα Έλληνες. Μερικές ομάδες έφυγαν προς τα Νοτιώτερα ίδρυσαν την πόλη «Γραία»* της Βοιωτίας, την Γραία* της Ευβοίας (Γραίοι) και το Πάριον*. Ίσως μια ομάδα τους απετέλεσε τον Πυρήνα του Αττικού Δήμου της Πανδιονίδος φυλής …».  Το Πάριον*, ήταν αποικία των Αιολέων στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με την παράδοση οργανωτής της αποικίας ήταν ο μυθικός ιδρυτής της Λέσβου «Γράς», ο οποίος ήταν γιος του Εχέλα ή Εχέλαου ή Αρχέλαου, εξ’ ού και οι «Γραίκες ή Γράϊκες» (Παυσ. Γ΄. ΙΙ. Ι, Στράβων ΙΓ΄. 582, Ι. 3). Επίσης, ο Αριστοτέλης καθόριζε την θέση της Ομηρικής πόλεως «Γραία»* στον Ωρωπό. Ο Θουκυδίδης (Β 23, 3), χρησιμοποιούσε την ονομασία «Γραϊκή» για να δηλώσει την περιοχή του Ωρωπού, όπου ήταν η Πανδιονίδα φυλή, μία από τις 10 φυλές των Αθηνών που έφερε την ονομασία «Γραής» [...παριόντες δε (οι Πελοποννήσιοι) Ωρωπόν την γην την Γραικήν καλουμένην, ην νέμονται Ωρώπιοι Αθηναίων, υπήκοοι, εδήωσαν…]. Αλλά και οι «Γραίοι»* της Ευβοίας που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, την Ελβετία, την Γαλλία, την Ιταλία κ. α, ήταν αυτοί που χρησιμοποιούσαν το αλφάβητο της Χαλκίδας και οι ξένοι λαοί από αδυναμία να προφέρουν τον φθόγγο [γ], τους ονόμασαν Γκρέκους» (Greco, Grec, Greec κ.λ.π.

Ο Ιστορικός ερευνητής Ταξιάρχης Τσιόγκας, στο βιβλίο του ΦΘΙΑ - Ταξιδεύοντας στο χρόνο (Σελ.167, ΓΡΑΙΚΟΙ), ισχυρίζεται ότι στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος και συγκεκριμένα στη θέση «Σελλάκια ή Σουλλάκια», βρίσκετο το κέντρο των Γραικών της περιοχής. Υπήρχε μεγάλος οικισμός με 250 οικίες και 2500 περίπου κατοίκους και όλη η περιοχή γύρω από τον οικισμό ονομάζετο «Γραικία». Εκεί είχε την έδρα του ο ίδιος ο Γραικός που ήταν αρχηγός όλης της γύρω περιοχής που περικλείεται μεταξύ των σημερινών οικισμών: ΑΡΤΟΤΙΝΑ, ΑΝΑΤΟΛΗ, ΜΑΡΜΑΡΑ (ΣΕΛΛΙΑΝΗ), ΠΕΡΙΒΟΛΙ, ΚΑΜΠΙΑ, ΚΑΝΑΛΙΑ, ΠΟΥΓΚΑΚΙΑ, ΠΙΤΣΙ, ΜΥΡΙΚΗ, ΑΓ. ΒΛΑΧΕΡΝΑ, ΣΚΟΥΡΟΧΩΡΙΟ, ΠΡΟΥΣΟΣ, ΓΡΑΚΑΣ, ΚΛΕΠΑ, ΚΑΛΛΟΝΗ, ΑΡΤΟΤΙΝΑ. Το έτος 1180 π.Χ περίπου, ομάδα Γραικών από την περιοχή αυτή, μετοίκησαν στην περιοχή της «Δωδώνης» στην Ήπειρο και συγκατοίκησαν αρμονικά με τους «Σελλούς ή Ελλούς» και με τα χρόνια μετονομάσθηκαν οι «Σελλοί ή Ελλοί» σε «Γραικοί».

Ο Δημήτριος Ε. Ευαγγελίδης, στο "Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών φύλλων" (Σελ.151, αρχαίο φύλο «Θεσπρωτοί»), αναφέρει τα εξής: «…αποτελούσαν ένα είδος ομοσπονδίας συγγενικών φύλων όπως οι Γραικοί, οι Έλλοπες, οι Δωδωναίοι, οι Παραυαίοι, οι Κασσωπαίοι, στην οποία είχαν προσχωρήσει και οι προέλληνες Δρύοπες, οι οποίοι τους ακολουθούσαν στις μετακινήσεις τους…».

Η Συγγραφέας Χριστίνα Πριάμου - Χριστίδου, στο πόνημά της, ΕΛΛΗΝΕΣ η αληθινή προϊστορία (Σελ. 33), αναφέρει τα εξής: «…Οι Αινιάνες (Ενιήνες), είχαν γίνει γνωστοί στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου με την ονομασία Έλληνες, επειδή αποκαλούνταν Σελλοί ή Ελλοί. Η χώρα τους ονομαζόταν Ελλοπία, όπως η Ήπειρος και η Εύβοια (Ηρόδοτος, Η. 23, Ελλοπίη μοίρη). Οι κάτοικοι της Φθίας ονομάζονταν από τον Όμηρο επίσης Έλληνες και ήταν ομόφυλοι των Σελλών ή Ελλών της Ηπείρου και των Ενιηνο - Περραιβών, όπως μαρτυρεί ο Όμηρος (Ιλιάδα, Π. 233), όπου παρουσιάζει τον Αχιλλέα να δέεται στον Δία τον Δωδωναίο ως πάτριο θεό: «…Ζεύ άνα Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, αμφί δε Σελλοί σοι ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι…». (Δία βασιλιά Δωδωναίε Πελασγικέ, που μακριά μας μένεις, που κυβερνάς την παγερή Δωδώνη και τριγύρω χαμόκοιτοι και άνιφτοι ζούν οι προφήτες οι Σελλοί σου…).

Πράγματι οι «Αινιάνες» ήταν αυτοί που είχαν όλα τα παραπάνω ονόματα Σελλοί ή Ελλοί, Έλλοπες, Δωδωναίοι, Παραουαίοι, Κασσωπαίοι, Γραικοί κ.ά, συγκατοικούσαν με τους Δρύοπες, στις «Παρυφές του Τυμφρηστού» (πηγές του Σπερχειού) και μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή δια μέσου της Νοτ. Πίνδου. Ο Στράβων (Θ.V.12) τους ονομάζει «μετανάστες», λόγω του νομαδικού τους χαρακτήρα και επειδή κατά βάση ήταν ένα ποιμενικό φύλο. Επίσης ο Πλούταρχος (Αιτ. Ελλην. Κεφαλ. Καταγραφή (ΤΟΜ. ΙΙ. ΧΙΙ) αναφέρει: «…πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταναστάσεις. Πρώτον μεν γάρ οικούντες περί το Δώτιον πεδίον εξέπεσον υπό Λαπιθών είς Αίθικας (παρά την Πίνδον οικούντας), εκείθεν της Μολοσσίας την παρά την Αραούαν χώραν κατέσχον, όθεν ωνομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον βασιλέα, του θεού προστάξαντος, είς την παρά τον Ίναχον χώραν κατέβησαν οικουμένην υπό Ιναχιέων και Αχαιών (Φθιωτών)…». [Ο Ίναχος είναι παραπόταμος του Σπερχειού και έχει τις κύριες πηγές του στην Οξυά.  Όσον  αφορά τους "Ιναχιείς" που αναφέρει ο Πλούταρχος προφανώς εννοεί τους "Γραικούς" (Γραίους - (Α)γραίους) που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή και οι οποίοι αποτέλεσαν αργότερα με τους Σελλούς - Ελλούς - Αινιάνες και τα άλλα συγγενικά φύλα μία Ομοσπονδία (Βλ. Στη Σελίδα Χάρτες, την "Χάρτα της Ελλάδος" με την περιοχή ή πόλη “Ομίλαι” όπου πρωτοεγκαταστάθηκαν οι Αινιάνες και την περιοχή που κατοικούσαν οι (Α)γραίοι - Γραίοι - Γραικοί). Επίσης, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” (Εκδοτική Αθηνών), τ. Α΄, σελ. 366, οι “Γραίοι” περιλαμβάνονται στα Πρωτο-Ελληνικά φύλα, που αναφέρονται από τον Όμηρο στον Κατάλογο των Νεών, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας].  

Οι πρώτες ομάδες «Αινιάνων μεταναστών», έφθασαν στην περιοχή της Φθίας περί το 1500 π.Χ και δεν είχαν τον χαρακτήρα της οργανωμένης εκστρατείας. Ήταν ομάδες μεταναστών ποιμένων χωρίς ιστορική αυθυπαρξία, ξεχωριστή πολιτική οντότητα και πολιτειακή οργάνωση. Οι ομάδες αυτές συγκατοικούσαν με τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, τους Αχαιούς –Φθιώτες και τους Μυρμιδόνες, που είχε φέρει μαζί του ο πατέρας του Αχιλλέα, Πηλέας, από την Αίγινα. Αυτές οι πρώτες ομάδες των «Αινιάνων μεταναστών», τότε δεν ονομάζονταν «Αινιάνες», αλλά «Σελλοί ή Ελλοί». Ο Όμηρος τις ομάδες αυτές τις ονομάζει «Έλληνες» και την περιοχή ή πόλη που κατοικούσαν την ονομάζει «Ελλάδα». [«…οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα. Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί, των αύ πεντήκοντα νεών ήν αρχός Αχιλλεύς...» (Ιλιάδα. Β. 681- 685)]. Άλλες ομάδες Αινιάνων μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Δωδώνης της Ηπείρου και δημιούργησαν «Νέο Μαντείο της Δωδώνης», σε ανάμνηση του παλαιού Μαντείου της Δωδώνης που ήταν στους πρόποδες του Ολύμπου. Και αυτές οι ομάδες που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο, ονομάζονταν «Σελλοί ή Ελλοί» και η περιοχή που κατοικούσαν ονομαζόταν «Ελλοπία». Οι μετακινήσεις των Αινιάνων, από το «Δώτιον πεδίον» προς διάφορες άλλες περιοχές, άρχισαν με μικρές ομάδες χωρίς το χαρακτήρα της οργανωμένης εκστρατείας και διήρκεσαν 200 έτη περίπου (“Δώτιον πεδίον ονομαζόταν το ανατολικότερο τμήμα της Θεσσαλικής πεδιάδας, που οριζόταν από την Όσσα, το Πήλιο, τον Όλυμπο, τις Κυνός Κεφαλές και τις λίμνες Βοιβοίδα και Νεσσωνίδα)

Περί το 1200 π.Χ όμως, οι Αινιάνες παρουσιάζονται με Ιστορική αυθυπαρξία, ξεχωριστή πολιτική αυτονομία και πολιτειακή οργάνωση στην περιοχή των Δελφών, στα Κίρρα (Ιτέα) και στην ευρύτερη περιοχή η οποία και τότε και σήμερα ονομάζεται «Ελλοπία». Περί το 1100 π.Χ εγκαταστάθηκαν αρχικά στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου και εν συνεχεία απλώθηκαν μέχρι τις πηγές του Σπερχειού, στις παρυφές του Τυμφρηστού και σε όλη την Δυτική κοιλάδα του Σπερχειού. Πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και μάλιστα υπερηφανεύονταν γι’ αυτό (Παυσανίας 10. 2, 8). Είναι γεγονός ότι οι Αινιάνες όταν μετακινήθηκαν στην περιοχή της Ηπείρου ανέπτυξαν δεσμούς με τους “Μολοσσούς”, των οποίων βασιλιάς ήταν ο γιος του Νεοπτόλεμου “Μολοσσός” και πιθανότατα να ενσωμάτωσαν και ένα μέρος του πληθυσμού τους. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι Αινιάνες λάτρευαν τον Νεοπτόλεμο, (“...όντες εκ καθαρότατου Ελληνικού αίματος, άτε καταγόμενοι από του Αχιλλέως...”) και στα “Πύθια”, που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς προς τιμήν του Πυθίου θεού Απόλλωνα, απέστελλαν γυναίκα άμεμτης ηθικής που είχε και τους δύο γονείς της εν ζωή (“...Πυθαϊδα, πέμπουσι Αινιάνες Νεοπτολέμω τω Αχιλλέως...”), για να προσφέρει, υπό του προξένου τους, θυσίες σε εστία εντός του ναού του Απόλλωνα, υπέρ του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέα. [Βλ. Ξεχωριστό Κεφάλαιο (9) «Αινιάνες»].

Από το Δώτιον πεδίον της Περραιβίας (περιοχή του Ολύμπου), όπου κατοικούσαν αρχικά οι Σελλοί ή Ελλοί ή Έλλοπες ή Αινιάνες (Ενιήνες), απλώθηκαν μέχρι την Δωδώνη της Ηπείρου και την Μολοσσίαν χώρα, την Αραούαν χώρα (Αώο ποταμό) την Κασσωπαία (σημερινή Πρέβεζα), τα Κίρρα (Φωκίδα - Βοιωτία) και περί το 1100 π.Χ εγκαταστάθηκαν στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου, στη σημερινή θέση “Μάρμαρα ή Σπαρτιά” του Γαρδικίου Ομιλαίων Φθιώτιδος. Το γεγονός ότι οι Γραικοί ή Σελλοί ή Ελλοί της Δωδώνης Ήπείρου, είναι ομόφυλοι με του Έλληνες της Φθίας και τους Αινιάνες της Περραιβίας, όχι μόνο δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν ιστορικό ερευνητή, αλλά απεναντίας όλοι συμφωνούν ότι επρόκειτο για διφυές φύλο, που απετέλεσε μία ενότητα με δύο κατά περιστάσεις ονόματα «Γραικοί και Σελλοί ή Ελλοί». Σε όλες τις περιοχές που αποδεδειγμένα μετακινήθηκαν, οι ομάδες αυτές των αρχαίων Ελληνικών φύλων, με τα ονόματα Γραικοί ή Σελλοί, υπάρχουν ακόμη και σήμερα τοπωνύμια που έχουν τη ρίζα τους στις λέξεις Γραικός και Σελλός. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής τοπωνύμια:

1. Στο Νομό Ιωαννίνων, στις Νότιες πλαγιές του όρους Τόμαρος και πολύ κοντά στο Σούλι υπήρχε ο «Δήμος Σελλών», που λειτουργούσε μέχρι το 2010, οπότε και εντάχθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης” στο Νέο «Δήμο Δωδώνης», που περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων Τοπικών Διαμερισμάτων και την περιοχή που βρίσκεται το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης.

 

2. Στο Νομό της Θεσπρωτίας, μεταξύ Ιωαννίνων και Ηγουμενίτσας, υπάρχει σήμερα τοποθεσία και διασταύρωση της Εγναντίας οδού με την ονομασία: Κόμβος των «Σελλών». Επίσης, στην ίδια περιοχή υπάρχει σήμερα η κωμόπολη «Γραικοχώρι», που ανήκει στο Νέο Δήμο Ηγουμενίτσας.

3. Στο Νομό Θεσπρωτίας, στην επαρχία Σουλίου, υπάρχει σήμερα οικισμός με την  ονομασία «Γραίκα ή Γρίκα»,που ανήκει στην Τοπική Κοινότητα του Καλλικρατικού Δήμου Σουλίου.

4. Στο Νομό Θεσπρωτίας, στην επαρχία Σουλίου, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία Αγία Μαύρα έως 1955 «Σέλλιανη», Τοπική Κοινότητα του Καλλικρατικού Δήμου Σουλίου.

5. Στο Νομό Άρτας, σε μικρή απόσταση από το Σούλι, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σελί», Τοπική Κοινότητα του Δήμου Καραϊσκάκης, μέχρι το  1997, Κοινότητα «Γραικικού».

6. Στο Νομό Άρτας, σε μικρή απόσταση από το Σούλι, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σελλάδες», (Τοπική Κοινότητα - Δημοτική Ενότητα Κομποτίου), που ανήκει στο Δήμο Νικ. Σκουφά. 

7. Στο Νομό Ευρυτανίας, στις πλαγιές του όρους Χελιδόνα, σε υψόμετρο 1030 μέτρα, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία Δημοτικό Διαμέρισμα «Σελλών» του Δήμου Καρπενησίου.

8. Στο Νομό Ευρυτανίας, Βορειοδυτικά του Καρπενησίου, σε υψόμετρο 1000 μέτρα υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σέλλο», Τοπική Κοινότητα του Δήμου Αγράφων (βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριό Μάραθο, γενέτειρα του Αντώνη Μακρυγιάννη, ο γνωστός Κατσαντώνης).

 

9. Στο Νομό Φθιώτιδος, πλησίον του παραποτάμου του Σπερχειού «Ίναχου», εκεί όπου στην αρχαιότητα (1200 – 1100 π.Χ) εγκαταστάθηκαν οι Αινιάνες, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία Μάρμαρα (από τα αρχαία που έχουν βρεθεί εκεί, Μυκηναϊκοί Τάφοι, κ.λ.π) μέχρι το 1928, ονομαζόταν «Σέλλιανη, Τοπική Κοινότητα του Δήμου Μακρακώμης. (Οι περισσότεροι σημερινοί κάτοικοι του οικισμού αυτού έχουν απώτερη καταγωγή την Σέλλιανη Κρυσταλλοπηγής της Θεσπρωτίας και προφανώς και το αρχικό όνομα Σέλλιανη προέρχεται από την απώτερη καταγωγή τους).  

10. Στο Νομό Φθιώτιδος, Δυτικά του σημερινού οικισμού Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων), υπάρχουν ίχνη αρχαίου οικισμού με την ονομασία “Σελλάκια” (Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ταξιάρχη Τσιόγκα, στη θέση αυτή είχαν την έδρα τους οι “Γραικοί” της περιοχής. Αλλά και σύμφωνα με την Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα Βελεστινλή στην περιοχή αυτή κατοικούσαν οι (Α)γραίοι (Γραίοι - Γραικοί).

     

11. Στις πλαγιές του όρους Τσακαλάκι, Βορειοανατολικά της Ναυπάκτου, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σέλλος», Τοπική Κοινότητα του Δήμου Ναυπάκτου (πρώην Δήμου Αποδοτίας).

12. Στις πλαγιές του Ολύμπου στη θέση που στην αρχαιότητα υπήρχε η αρχαία πόλη των Αινιάνων «Πύθιον», υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σέλλος».

Η Συγγραφέας Πριάμου – Χρηστίδου Χριστίνα, στο βιβλίο της ΕΛΛΗΝΕΣ Η ΑΛΗΘΗΝΗ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ – ΛΑΠΙΘΕΣ – ΠΕΡΡΑΙΒΟΙ, Σελ. 35, αναφέρει ότι οι Αινιάνες αποκαλούνταν Σελλοί ή Ελλοί και η χώρα τους ονομάζετο Ελλοπία, όπως η Ήπειρος και η Εύβοια. Επίσης, οι κάτοικοι της Φθίας (Φθιώτιδας) όπου κατοικούσαν οι Αινιάνες, ήταν ομόφυλοι των Σελλών ή Ελλών της Ηπείρου και της Ευβοίας και ότι Αινιάνες υπήρχαν και στην Πελοπόννησο, σύμφωνα με αναφορές του Παυσανία: «… Ο Παυσανίας είναι εκείνος ο οποίος με τις αναφορές του μας πληροφορεί ότι ο Περραιβός βασιλιάς «Γουνέας», που εξουσίαζε μέρος των Δωδωναίων Ενιήνων (Αινιάνων) του Ολύμπου και της Βόρειας Περραιβίας, είχε εγκατασταθεί στο «Όρθιο» της Αρκαδίας και πως είχε μία κόρη που την έλεγαν Λαονόμη. Ο Παυσανίας σχολιάζοντας τις ονομασίες της Αρκαδίας συσχετίζει πολλές ονομασίες της περιοχής με ανάλογες της Περραιβίας, όπως το νερό του Φενεού που το αποκαλεί «ύδωρ εκ της Στυγός». Ο ίδιος κάνει λόγο για μία πόλη «Κύφο» της Αρκαδίας, που τη συσχετίζει με την «Κύφο», την σημερινή «Δολίχη» της Ελλασόνας. Στην Αρκαδία εντόπισε και κάποιες περιοχές με τις ονομασίες «Ορχομενός», «Αλαλγκομενές», «Όρθιο» και «Μινύια». Επίσης, ο Παυσανίας αναφέρει πώς η κόρη του «Γουνέα» «Λαονόμη» υπήρξε σύζυγος του Περσέα και μητέρα του Αλκμαίονα, από τον οποίο κατάγονταν ο Αμφιτρύονας που γέννησε τον Ηρακλή και θεωρείται ο άνθρωπος που θέσπισε τους Ολυμπιακούς αγώνες …» (Παυσανίας Η ΙΙΙ 3, ΧV ΙΙΙΙ, ΗΧΙV 2, HXV IIII).

Η Συγγραφέας Πριάμου – Χρηστίδου Χριστίνα με την έρευνά της αυτή, έδωσε απάντηση όχι μόνο στις ονομασίες των πόλεων της Πελοποννήσου που έχουν τα ίδια ονόματα με τις περιοχές των Αινιάνων στη Φθιώτιδα την Ήπειρο και την Θεσσαλία, αλλά και στο μεγάλο ερώτημα, πώς το όνομα «Έλληνες», από ένα μικρό τμήμα της Δυτικής κοιλάδας του Σπερχειού ποταμού στη Φθιώτιδα [«…Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα…» (Ιλιάδα Β. 681-685)], επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια.

Μερικά από τα ονόματα σημερινών οικισμών της Πελοποννήσου, που μας παραπέμπουν στους «Σελλούς ή Ελλούς - Αινιάνες», είναι τα εξής:

1. Στο Νομό Αχαϊας, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σελλά», Δημ. Διαμ.  Παγκρατίου του Δήμου Λευκασίου.

2. Στο Νομό Αχαϊας, υπάρχει σήμερα οικισμός, με την ονομασία Δημοτικό Διαμέρ. «Σελλών» του Δήμου Ρίου.

3. Στο Νομό Αχαϊας, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σέλλι », Δημ. Διαμ.του Δήμου Αροανίας.

 

4. Στο Νομό Αχαϊας, Β / Α της Πάτρας, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία  «Σελιανίτικα» , Δημ. Διαμ. του Δήμου Συμπολιτείας.

 

5. Στο Νομό Μεσσηνίας, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σελλάς», Κοιν.  Διαμ. της Κοινότητος Τριπύλας.

6. Στο Νομό Λακωνίας, βόρεια της Σπάρτης, βρίσκετο ή αρχαία πόλη «Σελλασία», κτισμένη σε στρατηγικής σημασίας θέση. Βρισκόταν πάνω στον δρόμο που οδηγούσε  από την Αρκαδία στην Κυνουρία και έλεγχε την κοιλάδα του Οινούντος.

7. Στο Νομό Αρκαδίας, Ν/Δ της Τριπόλεως, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία  «Γραικός», Τοπική Κοινότητα του Νέου Δήμου Μεγαλόπολης  (μέχρι 1997 Κοινότητα «Γραικού»)

 

8. Στις απολήξεις του όρους «Λαπίθας» στην Πελοπόννησο, Ν/Α του Πύργου, υπάρχει  σήμερα οικισμός με την ονομασία «Γραίκας», Δημοτ. Διαμέρ. του Δήμου Σκιλλούντος (έως το 1997 ήταν επαρχία της Ολυμπίας και ονομαζόταν Κοινότητα «Γραίκα»).  [Η ονομασία του όρους «Λαπίθας», προέρχεται από τους Λαπίθες της Περραιβίας, περιοχή από την οποία ξεκίνησαν οι Αινιάνες. Επίσης η ονομασία του ποταμού «Σελινούς », που πηγάζει από το όρος «Λαπίθας», προέρχεται από την «Περραιβία» της Θεσσαλίας.

Κατά την διάρκεια των Ιστορικών χρόνων, εντός της Ελλάδος, δεν χρησιμοποιείτο το όνομα «Γραικοί», αλλά το «Ομοσπονδιακό» όνομα «Έλληνες», που καθιερώθηκε με την πρώτη Αμφικτυονία, που έγινε περί το 1521 π.Χ, στο Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος, πλησίον των Θερμοπυλών και η οποία ονομάζετο «Πυλαία»: …Αφ’ού Αμφικτύων ο Δευκαλίωνος εβασίλευσεν εν Θερμοπύλαις και συνήγε τους περί τον όρον οικούντας και ωνόμασεν Αμφικτύονας και Πυλαίαν, ούπερ και νύν έτι θύουσιν Αμφικτύονες […] βασιλεύοντος Αθηνών Αμφικτύονος, αφ’ ού Έλλην ο Δευκαλίωνος Φθιώτιδος εβασίλευσε και Έλληνες ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι…» (Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό, Στίχ. 8 – 11. Βλ. Κεφ. Αμφικτυονίες).

Στις Ευρωπαϊκές όμως χώρες, καθώς και τις Βαλκανικές, συντηρείται το όνομα «Γραικοί», που είχαν οι πρώτοι κάτοικοι που μετανάστευσαν στο εξωτερικό (Ελβετία, Γαλλία, Ιταλία κ. ά), και τους οποίους οι ξένοι λαοί από αδυναμία να προφέρουν τον φθόγγο [γ], τους ονόμαζαν «Γκρέκους».

[ Σύμφωνα με την Άγγλο-Σαξωνική παράδοση ο Γραικός, που σημαίνει δυνατός, ισχυρός, ανδρειωμένος, ήταν απόγονος του Ηρακλή και Γραικία, ήταν η χώρα των δυνατών και των ισχυρών. Οι Άγγλο- Σάξωνες ήταν λάτρεις του αρχαίου Έλληνικού πολιτισμού και της Ελληνικής Μυθολογίας. Για τον λόγο αυτό πάρα πολλές λέξεις που χρησιμοποιούν στη γλώσσα τους, έχουν ονόματα από την αρχαία Ελληνική ιστορία και πολλές λέξεις έχουν την ρίζα τους στην αρχαία Ελλάδα και σε κάποιο ήρωα ].

Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, η «Ελληνική γραμματεία» ονομαζόταν «Γραικών γράμματα» και λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, κατά την Σύνοδο της Φλωρεντίας, συναντούμε σε γραπτό κείμενο: «…συνελθόντες Λατίνοι και Γραικοί…». Ταυτίζετο δηλαδή το Γραικός με το Ελληνορθόδοξος και επειδή το «Ομοσπονδιακό» όνομα Έλληνας σήμαινε τον ειδωλολάτρη, κατά τους χρόνους αυτούς το είχαν αντικαταστήσει με το αρχαιότερο όνομα των Ελλήνων το Γραικός.

Για τους Σλάβους των Βυζαντινών χρόνων η λέξη «Γραικός» σήμαινε «Ήρωας». Τον 10 μ.Χ αιώνα, ο Βούλγαρος Τσάρος Συμεών, όταν προσάρτησε περιοχές της Φθιώτιδας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, όπου κατοικούσαν οι «Σελλοί – Ελλοί – Γραικοί», πήρε τον τίτλο: «Τσάρος των Βουλγάρων και των Γραικών ».

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πολλοί λόγιοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, χρησιμοποιούσαν τον όρο «Γραικός». Ο Κοραής έλεγε σε κάθε ευκαιρία: «…ανάμεσα στα άλλα οι Βυζαντινοί μας κληροδότησαν και το όνομα Ρωμαίοι - Ρωμιοί, κατάλοιπο της μισητής δουλείας που πρέπει να αποτινάξουμε από πάνω μας …» και είχε προτείνει το αρχαιότερο όνομα των Ελλήνων το «Γραικός».

Αλλά και ο Αθανάσιος Διάκος δεν είπε τυχαία: «…εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θέλ’ να πεθάνω…». Θεώρησε Τιμή να ονομάσει τον εαυτό του Γραικό και όχι Ρωμιό, διότι το όνομα Ρωμιός ήταν υποτελικό στη Ρώμη και αυτός μάχετο για την ανεξαρτησία της πατρίδος του.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, την 24η Φεβρουαρίου του 1821, ξεκινάει την προκήρυξή του από το Ιάσιον, της σημερινής Ρουμανίας, ως εξής: «… Άνδρες Γραικοί, όσοι ευρίσκεσθε είς Μολδαβίαν και Βλαχίαν …». 

Επίσης, ο Ρήγας Φεραίος στις προκηρύξεις του χρησιμοποιεί το όνομα «Γραικός και Γραικία» όπως: «Στον πατριωτικό Ύμνο όλης της Γραικίας», αλλά και στην έκκληση προς τα τέκνα της, απαγγέλλει: «… η τεθλιμμένη Γραικία …».

Τελικά, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1821, επικράτησε το «Ομοσπονδιακό» όνομα «Έλληνες», που καθιερώθηκε με τις Αμφικτυονίες (αρχικά την «Πυλαία» 1521 π.Χ και από τον 8ον αιώνα π.Χ, με την «Πυλαιο-Δελφική») και εγκαταλείφθηκε τελείως το όνομα «Γραικοί». Οι χώρες όμως της Ευρώπης και της Αμερικής εξακολουθούν να ονομάζουν τους Έλληνες με το αρχαίο το προϊστορικό τους όνομα και από αδυναμία να προφέρουν τον φθόγγο [γ], τους ονόμαζουν Greco, Grec, Greec. Το «Ομοσπονδιακό» όνομα Έλληνες ταιριάζει περισσότερο στο σημερινό Ελληνικό Έθνος, διότι αγκαλιάζει ολόκληρο τον Ελληνισμό εντός της Ελληνικής Επικράτειας (τους Γραικούς της Στερεάς Ελλάδας, της Ηπείρου και Θεσσαλίας κ.ά), τους Μακεδόνες, τους Κρητικούς, τους Νησιώτες κ.λ, αλλά και όλο τον Ελληνισμό εκτός αυτής. Όπως στην αρχαιότητα τα Ελληνικά φύλα ενώθηκαν  με το κοινό όνομα ΕΛΛΗΝΕΣ  και μεγαλούργησαν, έτσι και σήμερα με το ίδιο όνομα ενώθηκαν οι “Ελληνες της Παλαιάς Ελλάδας” με τους Έλληνες της Μ. Ασίας (Γιουνάν τους ονομάζουν οι Τούρκοι, από τους Ίωνες), τους Έλληνες του Ευξείνου Πόντου (Αποικίες των Αχαιών - Φθιωτών, Πτολ. Ε΄ 9, 25), τους Έλληνες της Κεντρικής Ευρώπης και Βόρειας Βαλκανικής, που οι πρόγονοί τους κατέφυγαν εκεί για να σωθούν από τις διώξεις των κατακτητών και τους  απανταχού Έλληνες  από  όλα τα μέρη της Γής.     

 

10. Αινιάνες 

Οι Αινιάνες ήταν φύλο της μεγάλης Ελληνικής φυλής των αυτοχθόνων Προ-Ελλήνων Πελασγών, που κατά την Κλασική αρχαιότητα είχε εγκατασταθεί στις πηγές του Σπερχειού ποταμού και αργότερα σε ολόκληρη τη Δυτική κοιλάδα του Σπερχειού, μεταξύ Οίτης, Όθρυος και Τυμφρηστού. Γειτονικά φύλα ήταν στα Βόρεια οι Δόλοπες και οι Αχαιοί Φθιώτες, στα Νότια οι Αιτωλοί, στα Δυτικά οι Ευρυτάνες (Αιτωλοί) και Ανατολικά οι Μαλιείς. Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για τους Αινιάνες προέρχονται από τον Όμηρο. Στον κατάλογο των πλοίων που πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας αναφέρονται οι Αινιάνες (Ενιήνες) και οι Περραιβοί με κοινό αρχηγό τον «Γουνέα» και με στόλο 22 πλοία. Ο Όμηρος αναφέρει επίσης ότι οι λαοί αυτοί κατοικούσαν αρχικά σε μία περιοχή κοντά στη Δωδώνη και τον ποταμό Τιταρήσιο (σημερινό Σαραντάπορο, παραποτάμου του Πηνειού) και ότι ο «Γουνέας» προερχόταν από την Κύφο: «…Γουνεύς δ’ εκ Κύφου ήγε δύο και είκοσι νήας, τω δ’ Ενιήνες έποντο μενεπτόλεμοι τε Περραιβοί οι περί Δωδώνην δυσχείμερον οίκι έθεντο, οι αμφ’ ιμερτόν Τιταρησσόν έργα νέμοντο ός ρ’ ές Πηνειόν προϊει καλλίρροον ύδωρ …» (Ιλιάδα Β. 748 – 749). Για τους αρχαίους ιστορικούς ερευνητές η χώρα που είχε υπ’ όψιν του ο Όμηρος ήταν το βορειότερο έδαφος της «Περραιβίας», γιατί εντόπισαν εκεί οικισμούς με τα ονόματα: «Κύφος», «Βωδώνη» και «Δωδώνη». Ταύτιζαν τον «Τιταρίσιο» (σημερινό Σαραντάπορο) με τον παραπόταμο του Πηνειού που πηγάζει από το Τιτάριο Όρος.

Η Συγγραφέας, Πριάμου–Χριστίδου Χριστίνα, στο βιβλίο της ΕΛΛΗΝΕΣ η αληθινή προϊστορία, αναφέρει για τους Αινιάνες: «… Οι Αινιάνες (Ενιήνες) είχαν γίνει γνωστοί στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου με την ονομασία Έλληνες, επειδή αποκαλούνταν «Σελλοί ή Ελλοί». Η Χώρα τους ονομαζόταν «Ελλοπία», όπως και η Εύβοια (Ηρόδοτος Η.23, Ελλοπίη μοίρη). Οι κάτοικοι της Φθίας ονομάζονταν από τον Όμηρο «Έλληνες» και ήταν ομόφυλοι των «Σελλών ή Ελλών» της Ηπείρου και των (Ενιήνων) Αινιάνων της Περραιβίας …» (Ιλιάδα Π.233 -235).

Το (Λ. Κ. Ο) αναφέρει ότι οι Αινιάνες ήταν «αιολικό» φύλο: «…μία των τεσσάρων Ελληνικών φυλών, ονομασθείσα ούτω από του Αιόλου, υιού και διαδόχου του Έλληνος…». Περί το 1900 π.Χ, οι Αινιάνες ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή της Όσσας, κοντά στον παραπόταμο του Πηνειού «Τιταρήσιο» (σημερινό Σαραντάπορο), στην κάτω κοιλάδα του Πηνειού, που ονομαζόταν «Δώτιον πεδίον» (το ανατολικότερο τμήμα της Θεσσαλικής πεδιάδας, που οριζόταν από την Όσσα, το Πήλιο, τον Όλυμπο, τις Κυνός Κεφαλές και τις λίμνες Βοϊβηίδα και Νεσσωνίδα). Το όνομα των Αινιάνων, άρχισε ως εθνικό όνομα των κατοίκων μιας αρχαίας πόλεως στους πρόποδες του Ολύμπου που λεγόταν «Αινία». Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει ότι: «… οι κάτοικοι αυτής της πόλεως λέγονται Αινιάνες και Αινιείς, αλλά καλούνται και Μηλιείς ή Μαλιείς.

Οι μετακινήσεις των πρώτων ομάδων, έγιναν με την εμφάνιση των Λαπιθών στην περιοχή αυτή. Οι Αινιάνες, που τότε ονομάζονταν Σελλοί ή Ελλοί και η χώρα τους ονομαζόταν Ελλοπία, θα ηττηθούν και θα αναγκασθούν να εγκαταλείψουν τα πεδινά στους νικητές και αυτοί θα μετακινηθούν προς τα ορεινά της Πίνδου και προς την περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος, στις πηγές του Σπερχειού ποταμού. Ο Στράβων (Θ.V. 12) τους ονομάζει «μετανάστες», λόγω του νομαδικού τους χαρακτήρα και επειδή κατά βάση ήταν ένα ποιμενικό φύλο. Τα γεγονότα αυτά τοποθετούνται, από τους ιστορικούς ερευνητές, περί το 1400 π.Χ.  Άν δεχθούμε ότι ο Τρωϊκός πόλεμος έγινε περί το 1193 - 1184 π.Χ, σημαίνει ότι οι πρώτες ομάδες των Αινιάνων, είχαν μετακινηθεί και εγκατασταθεί στη Δυτική κοιλάδα του Σπερχειού, μέχρι τις πηγές του στις παρυφές του Τυμφρηστού, προ του Τρωϊκού πολέμου. Οι ομάδες αυτές συγκατοικούσαν με τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, τους Αχαιούς Φθιώτες και την άλλη μικρή ομάδα, τους Μυρμιδόνες, που είχε φέρει μαζί του ο Πηλέας (ο πατέρας του Αχιλλέα), από την Αίγινα. Αυτές οι πρώτες ομάδες των Αινιάνων, όπως προαναφέρθηκε, ονομάζονταν Σελλοί ή Ελλοί. Ο Όμηρος τις ομάδες αυτές τις ονομάζει Έλληνες (Σελλοί – Ελλοί = Έλληνες) και την περιοχή ή πόλη που κατοικούσαν την ονομάζει «Ελλάδα καλλιγύναικα»: «…στην Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες που λέγονταν Μυρμιδόνες και Έλληνες και Αχαιοί και είχαν αρχηγό τον Αχιλλέα…» (Ιλιάδα Β. 681-685).

Κατά το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου (δεύτερης π.Χ χιλιετίας), έγιναν μαζικές μετακινήσεις των Αινιάνων, χωρίς ιστορική αυθυπαρξία και ξεχωριστή πολιτική οντότητα, που αποτέλεσαν μέρος μεγάλων πληθυσμιακών αναστατώσεων του Ελλαδικού χώρου. Οι μετακινήσεις αυτές των Αινιάνων δεν είχαν κατακτητικές προθέσεις, αλλά εξέφραζαν την προσπάθειά τους να βρούνε κατάλληλα βοσκοτόπια για τα κοπάδια τους αλλά και τόπο για μόνιμη εγκατάσταση. Αρχικά κινήθηκαν Δυτικά, εγκαταστάθηκαν σε περιοχή κοντά στον Αώο ποταμό και ήλθαν σε επαφή με τους Μολοσσούς. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την λατρεία που έτρεφαν οι Αινιάνες προς τον ήρωα των Μολοσσών Νεοπτόλεμο, ο οποίος όπως είναι γνωστό ήταν γιος του Αχιλλέα και τον οποίο οι Αινιάνες θεωρούσαν πρόγονό τους. Οι μετακινήσεις των Αινιάνων, άρχισαν περί το 1400 π.Χ, με μικρές ομάδες χωρίς το χαρακτήρα της οργανωμένης εκστρατείας και διήρκεσαν 200 έτη περίπου.

Περί το 1200 π.Χ όμως, οι Αινιάνες παρουσιάζονται με Ιστορική αυθυπαρξία, ξεχωριστή πολιτική αυτονομία και πολιτειακή οργάνωση, στην περιοχή των Δελφών, στα Κίρρα (σημερινή Ιτέα) και στην ευρύτερη περιοχή, όπου έχει βρεθεί οικισμός της Υπομυκηναϊκής Περιόδου (“...κατασχόντας την πόλιν Κίρραν, παρέμειναν εκείσε…”).  Ένα φυσικό γεγονός και συγκεκριμένα μία μεγάλη ξηρασία που έπληξε την περιοχή των Δελφών, θεωρήθηκε από τη “Θεά - Μάντισσα” του ιερού των Δελφών ως αποτέλεσμα έλλειψης πίστης προς τους Θεούς των κατοίκων της πόλης Κίρρας. Οι Αινιάνες για να σωθούν από τη θεϊκή οργή σκότωσαν με λιθοβολισμό τον ασεβή και τύραννο βασιλιά τους Οίνοκλο, τον οποίο θεώρησαν υπεύθυνο και μετακινήθηκαν Βόρεια αναζητώντας νέο τόπο εγκατάστασής τους. Περί το 1100 π.Χ και έπειτα από μακροχρόνιες συγκρούσεις με τους Ιναχιείς (παλαιούς κατοίκους του Ίναχου), εγκαταστάθηκαν αρχικά στις όχθες του σημερινού παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου (στην αρχαιότητα ο Μαλιακός κόλπος έφθανε μέχρι τις εκβολές του Ίναχου, κοντά στο σημερινό Καστρί) και εν συνεχεία απλώθηκαν μέχρι τις πηγές του Σπερχειού και αργότερα σε όλη την Δυτική κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού και το όρος Οίτη.  

Για τις μετακινήσεις των Αινιάνων, ο Πλούταρχος στην Κεφαλαίων Καταγραφή - Αίτια Έλληνικά (ΤΟΜ. ΙΙ, ΧΙΙΙ), αναφέρει: «Πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταναστάσεις. Πρώτον μεν γάρ οικούντες περί το Δώτιον πεδίον, εξέπεσον υπό Λαπιθών είς Αίθικας, (παρά την Πίνδον οικούντας). Εκείθεν της Μολοσσίας την περί τον Αραούαν χώραν κατέσχον, όθεν ωνομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον Βασιλέα, του θεού προστάξαντος, εις την περί τον Ίναχον χώραν κατέβησαν οικουμένην υπό Ιναχιέων και Αχαιών…». Και συνεχίζει ο Πλούταρχος, σύμφωνα με τον χρησμό του Θεού Απόλλωνα που είχε δοθεί στους Ιναχιείς, ότι αν δώσουν στους Αινιάνες ένα μέρος από την χώρα τους με τη θέλησή τους, θα την χάσουν ολόκληρη, στους δε Αινιάνες είχε δοθεί χρησμός ότι αν πάρουν από τους Ιναχιείς ένα μέρος από την χώρα τους χωρίς βία, θα καταλάμβαναν ολόκληρη την χώρα των Ιναχιέων. («Γενομένου δε χρησμού τοις μέν αν μεταδώσι της χώρας αποβαλείν άπασαν, τοις δ’ αν λάβωσι παρ’ εκόντων καθέξειν …»).

Την δυνατότητα επαλήθευσης του χρησμού παρασκεύασε ο Τέμων, ένας έξυπνος Αινιάνας («ανήρ ελλόγιμος»), αφού ντύθηκε ζητιάνος πλησίασε το στρατόπεδο των Ιναχέων και ζητούσε ελεημοσύνη από τους Φρουρούς. Αυτοί τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά τους Υπέροχο, ο οποίος για να τον περιπαίξει του έδωσε αντί για τεμάχιο ψωμιού ένα βόλο χώμα. Ο Τέμων τον ευχαρίστησε και έβαλε τον βόλο με το χώμα στο σάκο, που είχε κρεμασμένο στην πλάτη του και έφυγε ευχαριστημένος. Όταν όμως ο Υπέροχος κατάλαβε το πάθημά του, γιατί θυμήθηκε τον χρησμό, θέλησε να συλλάβει τον ζητιάνο, αλλά αυτός εν τω μεταξύ είχε φθάσει στο στρατόπεδο των Αινιάνων, με την βοήθεια του Θεού Απόλλωνος και παρέδωσε το χώμα στο βασιλιά του Φήμιο. Το επεισόδιο αυτό ήταν αφορμή για να μονομαχήσει ο βασιλιάς των Ιναχιέων Υπέροχος με τον βασιλιά των Αινιάνων Φήμιο. Όταν οι δύο μονομάχοι πλησίασαν ο ένας τον άλλον, ο Φήμιος είπε στον Υπέροχο ότι δεν είναι σωστό να συνοδεύεται από βοηθό, εννοώντας τον σκύλο που τον ακολουθούσε. Ο Υπέροχος όμως δεν κατάλαβε και γύρισε να δει ποιος είναι ο βοηθός του, τότε ο Φήμιος τον κτύπησε με ένα λιθάρι και τον φόνευσε. Οι Ιναχιείς θεώρησαν αυτή τη νίκη θέλημα Θεού και παραχώρησαν ολόκληρη τη χώρα τους στους Αινιάνες. Οι Αινιάνες έκτισαν στο σημείο της μονομαχίας βωμό προς τιμήν του Απόλλωνος και θυσίαζαν εκεί κάθε χρόνο ένα βόδι. Το καλύτερο κομμάτι που το ωνόμαζαν «πτωχικόν κρέας», σε ανάμνηση του ζητιάνου Τέμωνος, το έδιναν στους απογόνους του  (…τι το πτωχικόν κρέας παρ’ Αινιάσι…).

Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος στην "Ιστορία του Εληνικού Έθνους", αναφέρει τα εξής: «…Η κυριαρχία των Θεσσαλών εξετείνετο και μεταξύ Όθρυος και Οίτης κοιλάδα, επί τη Ιλιάδι, κατώκουν δε ήδη μεταξύ θερμοπυλών και Αχαϊας Φθιώτιδος, είς το κάτω μέρος της κοιλάδας του Σπερχειού, και τους Δόλοπας, τους γνωστούς μέν τω ποιητή κατέχοντες δε τας αποκρήμνους περί Τυμφρηστόν χώρας. Μόνον οι Οιταίοι δεν αναφέρονται ως υποταχθέντες είς τους Θεσσαλούς. Κατώκουν δε οι Οιταίοι είς τας περί την Οίτην χώρας περιλαμβάνοντες πιθανώς διαφόρους φυλάς ών κυριωτάτη ήτο η των Αινιάνων ή ως λέγει ο Όμηρος Ενιήνων, αρχαιότατον Ελληνικόν Έθνος, το οποίον μετά διαφόρους εν Θεσσαλία και έν Ηπείρω πλάνας, αναφαίνεται επί των ιστορικών χρόνων εγκατεστημένων περί την Υπάταν, την επισημοτάτην αυτού πόλιν, εν τη άνω κοιλάδι του Σπερχειού ποταμού …».

Η εγκατάσταση των Αινιάνων στις πηγές του Σπερχειού και την άνω κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, δεν ήταν τυχαία. Ο χώρος αυτός είχε συνδεθεί με την τύχη της φυλής των, διότι πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και μάλιστα υπερηφανεύονταν γι’ αυτό (Παυσανίας 10, 2, 8). Είχαν μεγάλη λατρεία προς το πρόσωπο του Αχιλλέα και του γιου του Νεοπτόλεμου (“...όντες εκ καθαρότατου Ελληνικού αίματος άτε καταγόμενοι από του Αχιλλέως...”) και κάθε τέσσερα χρόνια, που τελούνταν τα Πύθια στους Δελφούς προς τιμήν του Πυθίου θεού Απόλλωνα, απέστελλαν γυναίκα άμεμτης ηθικής που είχε και τους δύο γονείς της εν ζωή (“...Πυθαϊδα, πέμπουσι Αινιάνες Νεοπτολέμω τω Αχιλλέως…”), για να προσφέρει, υπό του προξένου τους θυσίες σε εστία εντός του Ναού του θεού Απόλλωνα υπέρ του Νεοπτολέμου, γιου του Αχιλλέα. Είναι γεγονός ότι οι Αινιάνες όταν μετακινήθηκαν στην περιοχή της Ηπείρου ανέπτυξαν δεσμούς με τους “Μολοσσούς”, των οποίων βασιλιάς ήταν ο γιος του Νεοπτόλεμου “Μολοσσός” και πιθανότατα ενσωμάτωσαν ένα μέρος του πληθυσμού τους. Επίσης είναι γεγονός ότι μετά την εγκατάστασή τους στις πηγές του Σπερχειού και την ευρύτερη περιοχή, η επικοινωνία τους με τους ομοφύλους τους στην περιοχή της Ηπείρου ήταν συχνή και αδιάλειπτη από τους αρχαίους - προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τις νεότερες εποχές. (Οι πλειονότητα των σημερινών κατοίκων της Δυτικής Φθιώτιδος και της ορεινής Ναυπακτίας, μέχρι τους Δελφούς και την Ναύπακτο, είναι από τις περιοχές της Δωδώνης, του Σουλίου και της ευρύτερης περιοχής της Θεσπρωτίας). Από τις πηγές του Σπερχειού ποταμού και μέσου της Νοτίου Πίνδου, φθάνανε όχι μόνο μέχρι την Δωδώνη της Ηπείρου, αλλά ακόμη και μέχρι τις παραλιακές περιοχές της Βορείου Ηπείρου.  

Η αρχαία ονομασία της περιοχής μεταξύ της Οίτης, Όθρυος και Τυμφρηστού, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Αινιάνες, ήταν: «Αινιανία ή Αιανίς ή Αινίς». Κυριότερες πόλεις ήταν η Υπάτα (Υπάτη), η Ομίλαι (όμιλος οικισμών), ή Σπέρχειαι και η Μακρά-κώμη. Η θέση των άλλων πόλεων της «Αινιανίας»: Ερυθραί, Έρυθος, Εφύρα, Κορόφη ή Κορόπη, Λάτυια, Λαπίθειο, Πύρρα ή Φύρρα κ.ά , δεν έχουν βρεθεί ακόμη. Αντίθετα υπάρχουν πολλές τοποθεσίες στην περιοχή που δεν υπήρξε δυνατότητα μέχρι σήμερα, να ταυτιστούν με κάποια από αυτές τις αρχαίες πόλεις. Οι τοποθεσίες αυτές βρίσκονται κοντά στο χωριό Στίρφακα, στο χωριό Σέλλιανη (σήμερα ονομάζεται Μάρμαρα, από τα λείψανα του αρχαίου τείχους που υπάρχει εκεί), στο Παλιόκαστρο Τυμφρηστού, και στο Γαρδίκι Ομιλαίων, όπου υπάρχουν λείψανα οχυρώσεως αρχαίας πόλης.  Σύμφωνα με τους αρχαίους Χάρτες ή πόλη Ομίλαι (ή όμιλο μικρών οικισμών), βρισκόταν στην περιοχή που είναι σήμερα το Γαρδίκι Ομιλαίων, το Παλαιοχώρι, τα Πουγκάκια Φθιώτιδος και άλλοι οικισμοί, στις πηγές του Σπερχειού (Βλ. Σελίδα Χάρτες). Οι Αινιάνες, μαζί με τα συγγενικά τους φύλα, τους Αχαιούς Φθιώτες, τους Μαλιείς, τους Δόλοπες και τους Λοκρούς, αποτέλεσαν την πρώτη Αμφικτυονική ομάδα, την «Πυλαία», που συνεδρίαζε δύο φορές το χρόνο, μία την άνοιξη (Πυλαία εαρινή) και μία το Φθινώπορο (Πυλαία μετοπωρινή), στο Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος. [«...Αι σύνοδοι αι περί τας Θερμοπύλας συνεκροτούντο έν τω Ναώ της Δήμητρος, τώ ιδρυμένω έν τη κατά την είσοδον των Πυλών κειμένη Ανθήλη…» (Ηρόδοτος Ζ. 200)].

Αργότερα και συγκεκριμένα τον 8ον αιώνα π.Χ συμμετείχαν στην Αμφικτυονία και άλλες πόλεις – ομάδες, όπως των Τεμπών και του Παρνασσού, που αποτέλεσαν την μεγάλη Αμφικτυονία των Ελλήνων την Πυλαιο-Δελφική. Κάθε άνοιξη συγκεντρώνονταν οι εκπρόσωποι των πόλεων στο Ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς (Δελφική) και κάθε Φθινώπορο στο Ιερό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος (Πυλαία). Οι Αινιάνες ισχυρίζονταν και μάλιστα καυχιόνταν γι’ αυτό, ότι ήταν από τους ιδρυτές της πρώτης Αμφικτυονίας και ότι είχαν περιληφθεί από τον ίδιο τον ιδρυτή του Αμφικυονικού συνεδρίου Αμφικτύονα, γιο του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και αδελφού του Έλληνος (Απολλόδωρ. 1, 7 , 2 - Παυσανίας 10. 2, 8). Οι Αινιάνες συμμετείχαν στα Αμφικτυονικά συνέδρια, την Άνοιξη στους Δελφούς και το Φθινόπωρο στην Ανθήλη, με δύο αντιπροσώπους τους, τον Ιερομνήμονα για τις ιερές υποθέσεις στους Δελφούς και τον Πυλαγόρα για τις πολιτικές υποθέσεις στην Ανθήλη. Οι Αινιάνες τηρούσαν και δεν παραβίασαν ποτέ τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις των Αμφικτυονιών. Ορκίζονταν ότι δεν θα κατέστρεφαν Αμφικτυονικές πόλεις και θα συστρατεύονταν με τα άλλα Αμφικτύονα φύλα για την τιμωρία των παραβατών. Ο Αμφικτυονικός όρκος όπως τον διέσωσε ο Αισχίνης όριζε: “Μηδεμίαν πόλιν των Αμφικτυονίδων ανάστατον ποιήσειν, μηδ’ υδάτων ναματιαίων είρξειν [...] εάν δε τις ταύτα παραβή, στρατεύσειν επί τούτον και τα πόλεις αναστήσειν και εάν τις ή συλά τα του θεού ή συνειδή τι ή βουλεύση τι κατά των ιερών, τιμωρήσειν και χειρί και ποδί και φωνή και πάσει δυνάμει”. Αμφικτυονική αρά (κατάρα ή ανάθεμα) δεν επιβλήθηκε ποτέ στους Αινιάνες. Η αρά κατά των παραβατών των ψηφισμάτων και αποφάσεων των Αμφικτυονιών ήταν αυστηρότατη, καθώς όριζε: “Ει τις, τάδε, παραβαίνοι ή πόλις ή ιδιώτης ή έθνος, εναγής έστω του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος και Λητούς και Αθηνάε Προνοίας, μήτε γήν καρπούς φέρειν, μήτε γυναίκας τέκνα τίκτειν γονεύσιν εοικότα, αλλά τέρατα [...] και το γένος το εκείνων και μήποτε οσίως θύσειαν τω Απόλλωνι, μήτε τη Αρτέμιδι, μήτε Λητοί, μηδ’ Αθηνά Προνοία, μήτε δέξαιντο αυτών τα ιερά”. Οι Αινιάνες συμμετείχαν και στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές των Αμφικτυονιών, τα “Σεπτήρια”, που τελούνταν κάθε εννιά χρόνια στα ιερά του Απόλλωνος στους Δελφούς και στο “Ομόλιο” των Τεμπών και τα “Πύθια”, που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς. Χαρακτηριστικό έργο της ενοποίησης των Αμφικτυονιών (Πυλαίας -Δελφών και Τεμπών) ήταν η τεράστια ιερά οδός που στρώθηκε από τους Δελφούς έως το “Ομόλιο” στα Τέμπη, για να συνδέει και συμβολικά τα δύο απόμακρα ιερά του Απόλλωνος και την διάνυαν ιερές πομπές κάθε εννιά χρόνια. Η αρχαία πόλη του “Ομολίου” στα Τέμπη χρονολογείται την 3η και την 4η χιλιετία π.Χ και βρισκόταν στην περιοχή όπου ήταν το “Δώτιον πεδίον” (αρχική  κοιτίδα των Αινιάνων). Και επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο φαίνεται ότι και οι ονομασίες “Ομόλιο” και “Ομίλαι” δεν είναι τυχαίες και έχουν σχέσει μεταξύ τους, διότι και στο “Ομόλιο” απ’ όπου προέρχονταν οι Αινιάνες υπήρχε προφανώς όμιλος οικισμών που αποτελούσαν την Αμφικτυονία των Τεμπών και στην νέα περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν αργότερα (1200 π.Χ), δημιούργησαν νέα ομάδα οικισμών και έδωσαν την ονομασία “Ομίλαι” για να τους θυμίζει την περιοχή απ’ όπου κατάγονταν.

[ Στην περιοχή του “Ομολίου” βρέθηκε αρχαίο νόμισμα που από την μία όψη απεικονίζει μαντικό τρίποδα και από την άλλη όψη απεικονίζει Ολυμπιονίκη δαφνοστεφανωμένο. Στα πανάρχαια χρόνια λειτουργούσε στην περιοχή αυτή Αμφικτυονία με τις πόλεις Αζώρος, Δολίχη και Πύθιον, υπήρχε ιερό του Απόλλωνος, που σωζόταν μέχρι της εισβολής των Ρωμαίων, όπως περιγράφει ο Πλούταρχος. Επίσης, με την διάνοιξη των σηράγγων στα Τέμπη ήλθαν στο φως πολλά και σημαντικά ευρήματα τα οποία προσφέρουν εκτός από ιστορικά στοιχεία και νέους αρχαιολογικούς χώρους, όπως στη βόρεια έξοδο των σηράγγων όπου βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του “Ομολίου”. Εκεί βρέθηκε το δεξί πόδι πήλινου κολοσσιαίου αγάλματος, μήκος πέλματος 0,95 μ. (ο αρχαιολόγος Α. Αρβανιτόπουλος υπολογίζει το ύψος του σε 5 μέτρα). Το πόδι φορεί κάτειμμα στερούμενο ιμάντες πάνω στους οποίους εικονίζεται ανάγλυφος κεραυνός. Εικάζεται ότι ανήκει σε άγαλμα του Διός στον οποίο θα ήταν αφιερωμένος Ναός. Όπως είναι γνωστό το ανατολικότερο τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, που οριζόταν από την Όσσα, το Πήλιο, τον Όλυμπο, τις Κυνός Κεφαλές και τις λίμνες Βοϊβηίδα και Νεσσωνίδα, ονομαζόταν “Δώτιον Πεδίον”. Προφανώς το όνομα “Δώτιον” προέρχεται από το όνομα του θεού “Δία” και “Δώτιον Πεδίον” σημαίνει περιοχή του Δία. Όπως και το όνομα του πρώτου Μαντείου της Δωδώνης, που σύμφωνα με πολλούς αρχαίους, αλλά και σύγχρονους ιστορικούς, βρισκόταν σε αυτή την περιοχή, προέρχεται από το όνομα του ΔΙΑ και της συζύγου του ΔΩΝΗΣ (ΔΙΑΣ = ΔΩ + ΔΩΝΗ = ΔΩΔΩΝΗ). Το “Δώτιον Πεδίον” ήταν η κοιτίδα όχι μόνο των Αινιάνων, αλλά ολοκλήρου του Ελληνισμού. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής ονομάζονταν “Έλλοπες, Σελλοί ή Ελλοί, αλλά και Γραικοί. Στην περιοχή αυτή βρίσκονταν, εκτός από την πόλη “Ομίλη ή Ομόλιο” (που χρονολογείται την 3η και την 4η χιλιετία π.Χ) και οι πόλεις Αινεία = Αινιάνες, Μάλλοια = Μαλιείς, Δώριον = Δωριείς, Δώτιον, Πύθιον, Δολίχη, Αζώρος κ.ά. Οι Αινιάνες μετά από περιπλάνηση σε πολλές περιοχές της ραχοκοκαλιάς της Πίνδου μέχρι τον Αώο ποταμό και τα Κίρρα (σημερινή Ιτέα), εγκαταστάθηκαν στις όχθες του Ίναχου και εν συνεχεία απλώθηκαν μέχρι τις πηγές του Σπερχειού ποταμού. Στην περιοχή αυτή ίδρυσαν την πόλη Ομίλαι (ή όμιλο μικρών οικισμών), αλλά δεν ξέχασαν ποτέ την αρχική τους πατρίδα. Ενοποίησαν την “Πυλαία” Αμφικτυονία (που σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν από τους πρώτους που την δημιούργησαν), με την Αμφικτυονία των “Δελφών” (που κατά ορισμένους και αυτή ήταν δημιούργημα δικό τους, όταν είχαν εγκατασταθεί στα Κίρρα) καθώς και με την Αμφικτυονία των Τεμπών (Πυλαιο-Δελφική-Τεμπών). Χαρακτηριστικό έργο της ενοποίησης, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η τεράστια ιερά οδός που στρώθηκε από τους Δελφούς έως το “Ομόλιο” στα Τέμπη, για να συνδέει και συμβολικά τα δύο απόμακρα ιερά του Απόλλωνος και την διάνυαν ιερές πομπές κάθε εννιά χρόνια, κατά τις εορτές των Σεπτηρίων].                                                   

Οι Αινιάνες αν και νομαδικός-ποιμενικός λαός, όταν λάμβαναν μέρος στον πόλεμο ήταν άριστοι σφενδονιστές δεινοί τοξότες και φημισμένοι ιππείς. Όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφών (Κύρου Ανάβασις Α 2. 6. 1. 17), το 401 π.Χ, Αινιάνες μισθοφόροι οπλίτες και πελταστές, έλαβαν μέρος στην εκστρατεία του Κύρου εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξου και εκτός από τις πολεμικές τους ικανότητες, διακρίνονταν και για τις χορευτικές τους ικανότητες. Κατά τις ώρες της αναπαύσεως οι Αινιάνες έπαιζαν με τα όπλα τους την «Καρπαία», ένα είδος χορού που μοιάζει με το παιγνίδι που παίζαμε μικροί «τα σκλαβάκια». Η καρπαία ήταν πολεμικός χορός που χόρευαν οι Αινιάνες και οι Μάγνητες. Τον χόρευαν δύο πρόσωπα και είχε σκοπό να περιγράψει, με τις κινήσεις του, την πάλη ανάμεσα σε ένα γεωργό και ένα ληστή. Ο πρώτος χορευτής, ο γεωργός, αφού βάλει κατά μέρος τα όπλα του, μιμείται με το χορό του τις κινήσεις της σποράς και του ζευγαρίσματος με τα ζώα, κοιτάζοντας γύρω του σαν φοβισμένος. Ο δεύτερος χορευτής, ο ληστής, αρπάζει τα όπλα του γεωργού και του επιτίθεται. Η πάλη διαρκεί για ένα χρονικό διάστημα και τελειώνει, είτε με νίκη του ληστή, ο οποίος δένει τον γεωργό και αρπάζει τα βόδια του, είτε με νίκη του γεωργού, ο οποίος συλλαμβάνει τον ληστή, τον δένει πάνω στον ζυγό με τα βόδια και φεύγει. Η καρπαία χορευόταν με συνοδεία αυλού και έγινε γνωστή από μία λεπτομερειακή περιγραφή του Ξενοφώντα (427 - 355 π.Χ), στην Κύρου Ανάβαση (Βιβλ. Στ΄1. 7-9): …Μετά τούτο Αινιάνες και Μάγνητες ανέστησαν, οι ωρχούντο την καρπαίαν καλουμένην εν τοις όπλοις. Ο δε τρόπος της ορχήσεως ήν, ο μέν παραθέμενος τα όπλα σπείρει και ζευγηλατεί, πυκνά δε στρεφόμενος ως φοβούμενος, ληστής δε προσέρχεται ό δ’ επειδάν προϊδήται, απαντά αρπάσας τα όπλα και μάχεται πρό του ζεύγους και ούτοι ταύτ’ εποίουν εν ρυθμώ πρός τον αυλόν και τέλος ο ληστής, δήσας τον άνδρα, και το ζεύγος απάγει, ενίοτε δε και ο ζευγηλάτης τον ληστή, είτα παρά τους βούς ζεύξας οπίσω τω χείρε δεδεμένον ελαύνει…”      

Κατά τους Μηδικούς πολέμους, οι Αινιάνες, όπως και όλα τα γειτονικά φύλα, δεν πολέμησαν κατά των Περσών, από μίσος προς τους Φωκείς. Συγκεκριμένα οι Φωκείς το 595 π.Χ, θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την καταστροφή της «Κίρρας», αρχαίας πόλης των Αινιάνων και ήταν η αιτία να ξεσπάσει πόλεμος που είχε διάρκεια δέκα ετών και ονομάσθηκε πρώτος ιερός πόλεμος. Αργότερα οι Φωκείς το 357 π.Χ, με την βοήθεια των Σπαρτιατών προσπάθησαν να γίνουν κύριοι του Μαντείου των Δελφών, ώστε να έχουν στα χέρια τους την Πυθία με τους χρησμούς της, αλλά και τους αποταμιευμένους απείρους θησαυρούς του Μαντείου. Αυτό ήταν η αιτία να ξεσπάσει ο δεύτερος ιερός πόλεμος με τους Αινιάνες, τους Αχαιούς Φθιώτες, τους Μάγνητες, τους Περραιβούς, τους Αθαμάνες και τους Δόλοπες και να αποβληθούν οι Φωκείς από τον Αμφικτυονικό Συνέδριο μέχρι το 279 π.Χ, όπου λόγω καλής διαγωγής στον πόλεμο με τους Γαλάτες έγιναν ξανά δεκτοί.

Ακόμη και κατά την διάρκεια του Γ΄ Ιερού πολέμου (356-346 π.Χ), οι Αινιάνες τάχθηκαν υπέρ του Μαντείου των Δελφών και εναντίων των Φωκέων. Τέτοιο πάθος εκδίκησης είχαν εναντίων των Φωκέων, ώστε πρότειναν να γκρεμιστούν από τους βράχους όλοι οι στρατεύσιμοι Φωκείς, ως ιερόσυλοι (Αισχίνης, «Περί παραπρεσβείας», 142). Όσον αφορά τους ισχυρισμούς ορισμένων, ότι κατά την εισβολή των Γαλατών υπό του Βρέννου (279 π.Χ), οι Αινιάνες μαζί με τους Ηρακλειώτες, του υπέδειξαν το συντομότερο δρόμο (Σύμφωνα με τον Παυσανία: 10, 22, 810, ενήργησαν με αυτόν τον τρόπο όχι από κακή πρόθεση εναντίον των Ελλήνων, αλλά για να μην καταστρέψουν οι βάρβαροι τη χώρα τους). Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ισχύουν, διότι οι Αινιάνες από το 280 π.Χ είχαν προσχωρήσει στην «Αιτωλική Συμπολιτεία ή Κοινό των Αιτωλών» και όπως είναι γνωστό οι Αιτωλοί και οι σύμμαχοί τους, ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στα στρατεύματα των Γαλατών. Αυτό προκύπτει από επιγραφή που αναφέρει στο βιβλίο του «ΦΘΙΩΤΙΣ» - 1907 (Σελ.86), ο Ιωαν. Βορτσέλας: «…Συλλογή διαλ. Επιγραφ. Collitz 1431. H χρονολογία της επιγραφής ταύτης δύναται χρονολογικώς να ταχθή πρό του 280 π.Χ του έτους δηλονότι καθ’ ό οι Αινιάνες προσεχώρησαν είς το Κοινόν των Αιτωλών…». Συνεπώς, οι κατηγορίες σε βάρος των Αινιάνων, προέρχονταν από τους άσπονδους εχθρούς τους Φωκείς και τους Σπαρτιάτες. Οι Αινιάνες έτρεφαν θανάσιμο μίσος και κατά των Σπαρτιατών, επειδή συμμάχησαν με τους Φωκείς, για να κυριαρχίσουν στο Μαντείο των Δελφών, αλλά και επειδή το 427 π.Χ, μετά την διαμάχη των Αινιάνων με τους Μαλιείς για την πόλη «Τραχίνα», οι Σπαρτιάτες εποίκισαν την πόλη, την ανοικοδόμησαν και της έδωσαν νέο όνομα «Ηράκλεια». Πάντοτε εχθροί των Λακεδαιμονίων οι Αινιάνες, τάχθηκαν εναντίον του Αγησιλάου στη μάχη της Κορώνειας και όταν οι Θηβαίοι, με αρχηγό τον Επαμεινώνδα, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο πολέμησαν στο πλευρό τους.

Το έτος 401 πΧ οι Αινιάνες πήραν μέρος στην εκστρατεία του Κύρου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη υπό την αρχηγία του Θεσσαλού Μένωνος. Κατά την προετοιμασία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία το 334 π.Χ, στρατολογήθηκαν κάτοικοι της Δυτικής κοιλάδας του Σπερχειού και αποτέλεσαν «Ειδικό Τμήμα Ελλήνων» της στρατιάς. Η στρατολογία αυτή επεκτάθηκε σε όλη την Φθιώτιδα, κατ’ επιλογή και σκοπίμως, σε ανάμνηση της συμμετοχής των Ελλήνων υπό τον Αχιλλέα στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας (Γαρδίκης, Ιστορ. Χρον. Λαμίας, σελ. 13). Κατά τον Λαμιακό πόλεμο (323 /2 π.Χ), και μετά την ήττα του Αντιπάτρου κοντά στην Ηράκλεια, οι Αινιάνες αποστάτησαν από τους Μακεδόνες και βοήθησαν τον Λεωσθένη να πολιορκίσει τη Λαμία, στην οποία είχε καταφύγει ο Αντίπατρος (Διοδ. 18. 11).

Οι Αινιάνες ως κατεξοχήν νομάδες ποιμένες, διαβιούσαν σε απομακρυσμένους μικρούς οικισμούς (κατά γένη ή οίκους), λόγω όμως του κοινού φυλετικού δεσμού και της κοινής Ιστορίας τους, διατηρούσαν δεσμούς μεταξύ τους και αυτό τους οδήγησε να ιδρύσουν «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ» διοίκηση. Η ομοσπονδιακή αυτή πολιτεία είχε την ίδια περίπου μορφή και οργάνωση με τα «ΚΟΙΝΑ» των άλλων Ελληνικών φύλων και ονομάζετο «ΚΟΙΝΟΝ ΤΩΝ ΑΙΝΙΑΝΩΝ». Κάθε οικισμός (Κώμη) εξέλεγε κάθε έτος, ανάλογα με τον πληθυσμό της, ορισμένον αριθμό αντιπροσώπων στην ομοσπονδία. Οι αντιπρόσωποι εξέλεγαν πέντε ανώτατους άρχοντες, τους «Αινιάρχες» οι οποίοι αποτελούσαν την διοίκηση και την εκτελεστική εξουσία της ομοσπονδίας και είχαν ετήσια εξουσία. Ένας από τους άρχοντες εκλεγόταν πρόεδρος και το όνομα του γραφόταν επάνω στα νομίσματα που έκοβαν εκείνο το χρόνο. Οι Αινιάρχες ήταν δυνατό να επανεκλέγονται, όπως φαίνεται από επιγραφές, όπου ο ίδιος άρχοντας αναφέρεται δύο και τρείς φορές. Τα ονόματα των Αινιαρχών αναγράφονταν πρώτα στις αποφάσεις που λαμβάνονταν μετά από σύγκληση συνέλευσης όλων των αντιπροσώπων και που με αυτόν τον τρόπο επικυρώνονταν. Ο λαός μπορούσε να αποφασίζει μέσω των αντιπροσώπων του για τα εξής θέματα: 1 / Για την απονομή προξενίας στους πολίτες άλλων πόλεων εκτός από το «Κοινόν των Αινιάνων». 2 / Για τον τρόπο εκδίκασης φιλονικιών σχετικά με τα σύνορα των πόλεων του «Κοινού». 3 / Για την απονομή τιμών σε ξένους δικαστές. Οι αποφάσεις των αντιπροσώπων των κωμών λαμβάνονταν στη συνέλευση και έφεραν τον τύπον “έδοξε τοις Αινιάνοις”, γράφονταν σε πλάκες, πιθανόν ξύλινες και ήταν υποχρεωτικές. Με τις αποφάσεις τους ρύθμιζαν την κοινή πολιτική του “Κοινού” σε θέματα Διοίκησης Θρησκείας, πολέμων, συμμαχιών και σχέσεων με τους γειτονικούς λαούς, απένειμαν την προξενεία σε εξέχουσες πολίτες και απέδιδαν τιμές στους δικαστές. Οι δικαστές του “Κοινού” ήταν εξέχοντα πρόσωπα των γενών των Αινιάνων, πιθανότατα ισόβιοι, ορίζονταν από τους αντιπροσώπους των κωμών και απολάμβαναν σεβασμού και τιμών. Έργο τους ήταν η επίλυση των κτηματικών ή άλλων διαφορών και αμφισβητήσεων, που ανέκυπταν μεταξύ των πολιτών και των κωμών των Αινιάνων και μεταξύ των Αινιάνων και των γειτονικών λαών. Οι πρόξενοι του “Κοινού”  προέρχονταν από εξέχοντα γένη των Αινιάνων, ορίζονταν από τους αντιπροσώπους των κωμών και ασκούσαν καθήκοντα στο Μαντείο των Δελφών και στις κώμες του “Κοινού”. Έργο τους ήταν η αναγνώριση, η εγγύηση και η προστασία των Αινιάνων κατά τον χρόνο που επισκέπτονταν τις κώμες ή ελάμβαναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές ή συμμετείχαν στους αγώνες και τις τελετές των Αμφικτυονιών, καθώς και η λήψη και μεταφορά από τους Δελφούς των χρησμών του Πυθίου Απόλλωνα. Κάθε πόλη ή κωμόπολη είχε ιδιαίτερη διοίκηση, η Υπάτη, είχε πέντε άρχοντες και οι αποφάσεις λαμβάνονταν από την εκκλησία, δηλαδή από την συνέλευση εκείνων που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Την ανώτατη διοίκηση της εκκλησίας είχαν δύο εκλεγόμενοι πολίτες, οι λεγόμενοι «προστάται». Το 27 π.Χ, το «Κοινόν των Αινιάνων» καταργήθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο και οι «Αινιάνες» εντάχθηκαν στο «Κοινόν των Θεσσαλών». Κάθε πόλη του «Κοινού» έστελνε κάθε χρόνο αντιπροσώπους στη Λάρισα, την πρωτεύουσα του «Κοινού», ανάλογα με τον πληθυσμό της. Από τις επιγραφές φαίνεται ότι ορίζονταν και δύο ταμίες, ένας για κάθε εξάμηνο.

Οι οικισμοί, κυρίως οι ορεινοί, που ήταν μικροί σε πληθυσμό και δεν διέθεταν τις προϋποθέσεις για την εκλογή αντιπροσώπου στο «ΚΟΙΝΟΝ ΤΩΝ ΑΙΝΙΑΝΩΝ», συνενώθηκαν σε «Όμιλο» και εξέλεγαν από κοινού αντιπρόσωπο και μέσου αυτού συμμετείχαν στις εργασίες του «Κοινού». Από μία τέτοια ένωση μικρών ορεινών οικισμών, προήλθε η ονομασία «ΟΜΙΛΑΙ», για την οποία μας πληροφορούν επιγραφές αφιερωμάτων που βρέθηκαν στο Μαντείο των Δελφών. [Πτολεμαίος Γ. 42, Εθνικόν Ομιλιάδας (Δελτίον Ελληνικής Αλληλογραφίας έτος V. 1881 σελ. 137), όπου μνημονεύονται Βούλαρχοι έν Οίτα «Αριστίων Ομιλιάδας» και «Κρινόλαος Ομιλιάδος»). Σε άλλη επιγραφή που ανευρέθει στους Δελφούς (Δελ. Ελλ. Αλληλογραφίας έτος Χ Χ 1896 σελ. 622, που ανάγεται στο έτος 188 π.Χ, αναγράφεται Ιερομνήμων ο Τιμόμαχος Ομιλιάδας) (Ι. Βορτσέλας, Φθιώτις 1907 σελ. 82)].

Ο Όμιλος αυτός των μικρών οικισμών, για την προστασία του από εξωτερικούς εχθρούς, είχε καλή οχύρωση, με οχυρωματικό τείχος και ενδιάμεσους πύργους, όπου κατέφευγαν εκεί οι κάτοικοι σε στιγμές κινδύνου. Λείψανα αυτού του οχυρωματικού τείχους σώζονται ακόμη σήμερα στον οικισμό του Γαρδικίου Ομιλαίων Φθιώτιδος. Το όνομα Γαρδίκι, σύμφωνα με το το μεγάλο Γερμανικό Λεξικό DUDEN, προέρχεται από την αρχαία Γερμανική λέξη ΓΚΑΡΝΤΙΣΤ (Γκαρντίστ = Γαρδίκι), που σημαίνει Εθνοφρουρός, Εθνοφύλακας. [Όλοι οι αρχαίοι οικισμοί που είχαν οχυρωματικό τείχος και η φρουρά η οποία δεν ήταν από τακτικό στρατό αλλά ήταν από στρατιωτικό σώμα που συγκροτείτο από απλούς πολίτες σε περιόδους εξωτερικού κινδύνου, ονομαζόταν ΓΚΑΡΝΤΙΣΤ, δηλαδή Εθνοφυλακή, Εθνοφρουρά].

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, με το νόμο (Β.Δ) της 27 -12- 1833/ 8- 1- 1834 (Φ.Ε.Κ 3 / 10-10-1834), που αποτέλεσε και τον πυρήνα για τον σχηματισμό τον Δήμων σε όλη την Επικράτεια, συστάθηκε ξεχωριστός Δήμος στον οποίο υπήχθησαν όλοι οι οικισμοί που ήταν μέσα στην κτηματική περιφέρεια της αρχαίας πόλης «Ομίλαι» (ή του ομίλου των μικρών οικισμών), με την ονομασία «ΔΗΜΟΣ ΟΜΙΛΑΙΩΝ». Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου (Β.Δ): “Όλο το Βασίλειον της Ελλάδος θέλει διαιρεθεί σε Δήμους, εκάστου δε Δήμου θέλει προσδιορισθεί η περιοχή…”. Το άρθρο 4 του ιδίου νόμου (Β.Δ) μεταξύ άλλων όριζε: “...παν χωρίον έχον τουλάχιστον 300 κατοίκους δύναται να σχηματίσει ιδίαν Δημοτικήν αρχήν...”. Σύμφωνα με το νόμο, μικρότερα χωριά, σποραδικά χτισμένα σπίτια, μύλοι και άλλες οικοδομές, έπρεπε να ενωθούν μεταξύ τους σε Δήμο ή με ευρισκόμενο  κοντά τους οικισμό. Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο (Β.Δ) άρθρο 7 : “...Οί Δήμοι θα χωρίζονται, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, σε 3 τάξεις...”. Ακολουθούσαν Β.Δ τα οποία καθόριζαν τη σύσταση, το χωροταξικό, την εξέλιξη, και την λειτουγία των Δήμων. Τα ονόματα των Δήμων θα έπρεπε να ήταν παρμένα από τα αρχαία ονόματα των τοποθεσιών της ευρύτερης περιοχής ή πόλεως ή από τους ιδρυτές αυτών. Αυτό έγινε για να δοθεί συνέχεια στη ζωή των Ελληνικών πόλεων και των χωριών της Ελληνικής φυλής ειδικότερα. Τα όρια του Δήμου Ομιλαίων, ήταν τα ίδια με εκείνα που είχαν οι Αινιάνες όταν πρωτοεγκαταστάθηκαν στην περιοχή αυτή και συγκεκριμένα στην πόλη Ομίλαι ή τον όμιλο μικρών οικισμών, δηλαδή από τις όχθες του «Ίναχου» έως τις πλαγιές των «Κοκκαλίων», που πηγάζει ο κυριότερος παραπόταμος του Σπερχειού «Ρουστιανίτης ή Έλληνας». 

«Δήμος Ομιλαίων» είχε έδρα το Γαρδίκι και υπήχθησαν σε αυτόν όλοι οι σημερινοί οικισμοί: Πουγκάκια, Παλαιοχώρι (Ι.Μ. ΠΡΟΦ. ΗΛΙΑ), Στάγια, Κυριακοχώρι, Νικολίτσι, Αργύρια, αρχικώς και εν συνεχεία με νέο Β. Δ (Φ.Ε.Κ 65 /20 / -11- 1878), η Σέλλιανη, (Μάρμαρα – Περιβόλι) & Κολοκυθιά].

Κατά την Προϊστορική Εποχή οι Αινιάνες είχαν ηγεμόνες - βασιλείς, από τους οποίους είναι γνωστοί δύο, ο «Οίνοκλος» (που οι ίδιοι σκότωσαν με λιθοβολισμό, για ασέβεια προς τους Θεούς) και ο «Φήμιος», που σκότωσε σε μονομαχία τον βασιλιά των Ιναχιέων «Υπέροχο» και εξασφάλισε τη μόνιμη εγκατάσταση τους στις όχθες του «Ίναχου». Μετά τον θάνατό του όμως και μετά τον θάνατο του «Κόδρου» στην Αθήνα καταργήθηκε η Βασιλεία και έκτοτε η πολιτεία των Αινιάνων ήταν Δημοκρατική. Από την αρχή των ιστορικών χρόνων μέχρι τα τέλη του Πελοποννησιακού πολέμου ζούσαν σκορπισμένοι σε κωμοπόλεις, αλλά όπως προαναφέρθηκε, είχαν κοινή Ομοσπονδιακή Διοίκηση και Πολιτεία. Η «Ομοσπονδία των Αινιάνων», έλαβε την τελειότερη μορφή της κατά το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ, τότε που πρωτεύουσά τους έγινε η "Υπάτα" (Υπάτη).

[Σύμφωνα με τους αρχαίους Χάρτες που έχουν βρεθεί από την παρούσα έρευνα και έχουν αναρτηθεί στη σελίδα Χάρτες, η αρχική θέση της πόλης "Υπάτα" (Υπάτη) βρισκόταν Βορειοδυτικά της αρχαίας πόλης Ομίλαι (ή του ομίλου των οικισμών), πιθανόν στη σημερινή θέση "Μπολιάνα". Στη συνέχεια (περί το 410 π.Χ) μεταφέρθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Υπάτη και ονομάστηκε "Νέα Υπάτα". Αργότερα το όνομα "Νέα Υπάτα" έγινε "Νέα Πάτρα" (προφανώς από παράφραση) και επί Τουρκοκρατίας έγινε "Πατρατζίκι" δηλαδή "Μικρή Πάτρα"].

Τον 3ον αιώνα (280 π.Χ), οι Αινιάνες υπετάγησαν από τους Αιτωλούς και προσεχώρησαν κατ’ ανάγκη στην «Αιτωλική Συμπολιτεία ή Κοινό των Αιτωλών», όπως ονομαζόταν. Ο κυρίαρχος της Συμπολιτείας ήταν ο «Αιτωλικός Δήμος» που συνερχόταν κάθε χρόνο στο Θέρμο, κατά τα «Θερμικά». Υπήρχαν και τα «Παναιτωλικά», που συγκαλούνταν σε διαφορετική κάθε φορά πόλη, ανάλογα με τα προς συζήτηση θέματα, όπως στην Ναύπακτο, την Ηράκλεια, την Υπάτη. Τα «Παναιτωλικά» ήταν έκτακτος σύνοδος του «Αιτωλικού Δήμου». Το «Κοινόν των Αιτωλών», στο οποίο συμμετείχαν και οι Αινιάνες, συνήλθε δύο φορές στην Υπάτη. Μετά την την υποταγή της Ελλάδος στους Ρωμαίους, το 146 π.Χ, διαλύθηκε η «Αιτωλική Συμπολιτεία» και οι Αινιάνες επανέκτησαν το «Κοινόν» τους, το οποίο διατήρησαν μέχρι το 27 π.Χ, που ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος το κατάργησε, τους αφαίρεσε την ψήφο από τα Συνέδρια των Αμφικτυονιών στους Δελφούς και τους προσάρτησε στο «Κοινόν των Θεσσαλών» με έδρα τη Λάρισα. Από τότε οι Αινιάνες αρχίζουν να συγχωνεύονται με άλλα Ελληνικά, Ηπειρωτικά κυρίως φύλα (Αθαμάνες, Αίθικες, Μολοσσούς, Θεσπρωτούς, αλλά και Ακαρνάνες, Αιτωλούς, Αγραίους, κ.α) και πλέον δεν αναφέρονται ως ξεχωριστό φύλο. Όμως πάρα πολλοί ιστορικοί ερευνητές, θεωρούν τους σημερινούς Σαρακατσάνους συνέχεια των Αινιάνων, όπως ο Παναγιώτης Αραβαντινός (1811-1870) ο οποίος ασχολήθηκε με την Ιστορία των Σαρακατσάνων και τους θεωρεί: «…λείψανα των αρχαίων νομάδων Ακαρνάνων (Αινιάνων) και Ηπειρωτών, ως καταδεικνύεται εκ των Εθνικών αυτών χαρακτηριστικών της γλώσσης δηλαδή, των ηθών και της φυσιογνωμίας […] καταχρηστικώς αποκαλούνται Σαρακατσάνοι, διότι ορμώνται εξ Ελλήνων και αυτόχρημα Έλληνες εισί...».

Οι Αινιάνες από τον 4ον αιώνα π.Χ, είχαν δικά τους νομίσματα. Τα λίγα νομίσματα που βρέθηκαν, είναι δύο περιόδων. Α / (302 -286) και Β / (168 – 146). Τα νομίσματα της πρώτης περιόδου (302 -286 π.Χ), έχουν χαραγμένη την κεφαλή του Δία, στεφανωμένη με κλαδί δάφνης και στην άλλη πολεμιστή που ρίχνει ακόντιο και κρατάει ασπίδα, καθώς και την επιγραφή ΑΙΝΙΑΝΩΝ Ή ΑΙΝΙΑΝ, ημίδραχμο, αργυρό 42 κ. [«… Έν τω Βρετανικώ Μουσείω υπάρχουσι τέσσαρα νομίσματα αργυρά της περιόδου ταύτης και δώδεκα της επιούσης περιόδου, φέροντα τα ονόματα: Άμεμτος, Βίων, Επικράτης, Ευήθ…, Θέρσιπος, Θωμυρίων, Μύννις, Νίκαρχος, Εχεμμίνης, και Τολμαίος ». (Ιωαν. Γ. Βορτσέλας "Φθιώτις" 1907)]. Τα νομίσματα της δευτέρας περιόδου (168 – 146 π.Χ), φέρουν το πρώτο, στη μία όψη την κεφαλή της Αθηνάς με κράνος Αθηναϊκού τύπου, που κοσμείται δια τεσσάρων ίππων και στην άλλη σφενδονίτη και όπισθεν αυτού ΘΕΡΣΙΠΠΟΣ και την επιγραφή ΑΙΝΙΑΝΩΝ, δίδραχμο αργυρό 118 κ και το δεύτερο, στη μία όψη κεφαλή της Αθηνάς με κράνος Κορινθιακού τύπου και στην άλλη σφενδονίτη και την επιγραφή ΑΙΝΙΑΝΩΝ, δίδραχμο αργυρό 36 κ. Επίσης ένα τρίτο νόμισμα, στην μία όψη κεφαλή Διός και όπισθεν ΑΙΝΙΑΝΩΝ και οπλίτης να κρατά δόρυ, αργυρό 36 κ. Επίσης ευρέθησαν και χαλκά νομίσματα των Αινιάνων τα οποία ομοιάζουν με τους τύπους των αργυρών νομισμάτων της δευτέρας περιόδου. Τα νομίσματα της δευτέρας περιόδου έχουν χαραγμένο και το όνομα του «Αινιάρχου», επί των ημερών του οποίου κόπηκε το νόμισμα. Οι εικονιζόμενοι στα νομίσματα σφενδονίτης και ακοντιστής είναι οι δύο εθνικοί ήρωες των Αινιάνων «Φήμιος» και «Τέμων». Τα νομίσματα της πρώτης περιόδου κόπηκαν με βάση τον σταθμικό κανόνα της Αιγίνης, ενώ τα δεύτερα έχουν ως βάση τον σταθμικό κανόνα των Αθηνών και της Κορίνθου. Το πρώτο αργυρό νόμισμα των Αινιάνων κόπηκε το 400 π.Χ. [Τα αρχαιολογικά ευρήματα, αγάλματα, ενεπίγραφες πλάκες κ.λ.π, βρίσκονται στην Υπάτη, σε κτίριο που στεγάζεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Δυστυχώς οι ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού και γύρω από τον παραπόταμο «Ίναχο», είναι ελάχιστες και δεν υπάρχει αρκετός αριθμός ευρημάτων. Ολόκληρες αρχαίες πόλεις - οικισμοί των Αινιάνων, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη και ούτε καν γνωρίζουμε την ακριβή θέση αυτών].

Όσον αφορά την Θρησκευτική ζωή των Αινιάνων ήταν ίδια με την υπόλοιπη Ελλάδα, δηλαδή το Ελληνικό Πάνθεο των Δώδεκα Θεών. Είχαν όμως ιδιαίτερη λατρεία προς τον Δία ή Ζεύ, τον οποίο θεωρούσαν ως κατ’ εξοχήν Θεό της φυλής τους («...Ζεύ άνα Δωδωναίε Πελασγικέ τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, αμφί δε Σελλοί σοι ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι…»), και τον  Απόλλωνα, που ήταν ο προστάτης τους κατά τις περιπλανήσεις και τους πολέμους πριν την εγκατάστασή τους στις πηγές του Σπερχειού. Προς τιμήν του Απόλλωνα τελούσαν στην Υπάτη αγώνες ιππικούς και αθλητικούς και συνέρρεαν στην Υπάτη και κάτοικοι των άλλων κωμών, για να τις παρακολουθήσουν ή και να συμμετάσχουν στις κοινές θυσίες υπέρ των Θεών. Θυσίες τελούσαν και στο βωμό του θεού Απόλλωνα που βρισκόταν στις πηγές του Σπερχειού ποταμού, για να έχουν ευγονία τα χωράφια και τα κοπάδια τους. Στο Σπερχειό ποταμό έριχναν και τα μαλλιά των αρρένων παιδιών τους, όταν ανδρώνονταν, για να έχουν δύναμη στη ζωή τους.

[ Ο Σπερχειός ποταμός θεοποιήθηκε και λατρεύτηκε από τους κατοίκους της περιοχής του ως γιος του “Ωκεανού” και της Γης. Ο Όμηρος αποδίδει στον Σπερχειό ποταμό το επίθετο “Διιπετής” (πίπτει εκ Διός), προφανώς επειδή ήταν πολύ ευεργετικός στην γεωργία οι αρχαίοι τον θεωρούσαν δώρο που το έστειλε από τον ουρανό ο Δίας. Ακόμη και ο Πηλέας, ο πατέρας του Αχιλλέα, είχε υποσχεθεί όταν επιστρέψει ο γιος του από την Τροία σώος, να αφιερώσει τα μαλλιά του στον Σπερχειό και να θυσιάσει πενήντα βαρβάτα κριάρια στο ιερό Τέμενος και τον ευωδιαστό Βωμό που ήταν πάνω στις πηγές του (Βλ. Σελίδα Χάρτες, Sperchi fons - Homile & Homilae Pugaki), που απεικονίζουν αυτές τις πηγές του Σπερχειού στην περιοχή που ήταν η πόλη, ή όμιλος οικισμών, των Αινιάνων Ομίλαι (Homile). Στην ίδια δηλαδή περιοχή που είναι σήμερα τα χωριά  Πουγκάκια, Παλαιοχώρι και Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδος. Μάλιστα στην περιοχή αυτή (θέση “Πηγαδούλια”), βρέθηκε πριν 30 περίπου χρόνια ένας λίθινος αμφίστομος πέλεκυς, από τον αγρότη κάτοικο της περιοχής Σπύρο Γ. Αλεξίου. Αυτός μη γνωρίζοντας την αξία του σπουδαίου αυτού ευρήματος τον έδωσε στον μικρό τότε γιο του, να τον χρησιμοποιήσει για παιγνίδι και εκείνος δυστυχώς κτυπώντας τον λίθινο πέλεκυ με ένα σφυρί τον έκανε μικρά κομμάτια. Όπως είναι γνωστό ένα από τα όργανα του θυσιαστηρίου ήταν και ο λίθινος αμφίστομος πέλεκυς, που έπαιζε σημαντικό ρόλο στην τελετουργία της θυσίας].

Για τα άρρενα παιδιά τους οι Αινιάνες τελούσαν και κοινωνικές γιορτές κατά την διάκριση και ένταξη των αρρένων τέκνων στα γένη τους. Τρεις ήταν οι τρόποι, δείγματα επινοητικότητας και δύναμης, για την διάκριση των αρρένων τέκνων ως εφήβων, το κυνήγι, το άθλημα, καθώς και κάποια άλλη διάκριση. Με την ένταξή τους στα γένη τους οι έφηβοι μπορούσαν να λάβουν μέρος στη δημόσια ζωή, να παντρευτούν και να φέρουν όπλα. Οι Αινιάνες εκτός από τις θυσίες που τελούσαν προς τιμήν του Θεού Απόλλωνα, τιμούσαν και τους ήρωες τους, τον Τέμωνα και τον Φήμιο και τελούσαν εκατόμβη θυσία στον ιερό χώρο της της μονομαχίας του Φήμιου με τον Υπέροχο, στις πλαγιές του Ίναχου, το δε λιθάρι με το οποίο ο Φήμιος σκότωσε τον Υπέροχο ήταν ιερό και βρισκόταν σε κάθε εκατόμβη θυσία. Την καλλίτερη μερίδα (“το πτωχικό κρέας”), από το βόδι που θυσίαζαν, την έδιναν στους απογόνους του Τέμωνος σε ανάμνηση της επαιτείας του, της εξαπατήσεως του εχθρού τους (Ιναχιέων) και της εγκαταστάσεώς τους στην περιοχή αυτή. Οι Αινιάνες λάτρευαν και τον Ασκληπιό, Θεό των ιαματικών πηγών και προστάτη της υγείας τους, γιο του Απόλλωνα, αλλά και την Αφροδίτη, θυγατέρα του Διός και της Διώνης. Επίσης, ιδιαίτερη λατρεία είχαν και προς την θεά Αθηνά, την κεφαλή της οποίας έφεραν από την μία όψη τα νομίσματά τους, από την άλλη όψη έφεραν τον Εθνικό τους ήρωα τον «Φήμιο». Είναι τυχαίο ότι στις περιοχές που κατοικούσαν οι Αινιάνες (Φθιώτιδα, Φωκίδα, Βοιωτία, ορεινή Θεσσαλία και Ήπειρο), εξακολουθούν και σήμερα οι κάτοικοι των περιοχών αυτών να τιμούν την Αθηνά και τον Εθνικό ήρωα των Αινιάνων τον Φήμιο και να δίνουν τα ονόματα αυτά στα παιδιά τους; Το όνομα Θύμιος, είναι παράφραση του ονόματος Φήμιος και υπήρχε παλαιότερα μόνο στις περιοχές που κατοικούσαν οι Αινιάνες, δηλαδή οι σημερινοί Σαρακατσάνοι. Είναι τυχαίο ότι υπάρχουν πάρα πολλά δημοτικά τραγούδια των ”Σαρακατσάνων” που αναφέρονται στο όνομα Θύμιος; [Βέβαια η παράφραση δεν έχει την ίδια σημασία, διότι το Φήμιος προέρχεται από τη φήμη και αναφέρεται στην φήμη του βασιλιά των Αινιάνων, προφανώς από τα κατορθώματά του, ενώ το Θύμιος προέρχεται από την Θύμηση. Ενδεχομένως όμως το όνομα Θύμιος να έχει σχέσει με τον βασιλιά των Αινιάνων Φήμιο και θέλει να πει ότι πρέπει να θυμόμαστε τα κατορθώματά του].

Εκτός από τους Αινιάνες που αναφέρθηκαν παραπάνω και οι οποίοι τουλάχιστον από το 1200 π.Χ ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή αυτή, με ξεχωριστή πολιτική οντότητα και πολιτειακή οργάνωση, υπήρχαν και οι άλλοι οι Αινιάνες, οι «μετανάστες», όπως τους ονομάζει ο Στράβων (Θ. V.12). Οι ομάδες αυτές των ποιμένων που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή, για την αναζήτηση κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους, χωρίς ιστορική αυθυπαρξία, ξεχωριστή πολιτική οντότητα και πολιτειακή οργάνωση και ο οποίες στη συνέχεια μετασχηματίζονταν ή αφομοιώνονταν με τους κατοίκους της νέας περιοχής και εμφανίζονταν με άλλο όνομα (Γραικοί, Σελλοί ή Ελλοί, Έλλοπες, Δωδωναίοι, Κασσωπαίοι, Παραουαίοι, Μολοσσοί, Δωριείς (Βλ. Σχετ. Κεφάλαια: Δωριείς και Σελλοί ή Ελλοί ή Γραικοί). Αυτοί οι Αινιάνες οι μετασχηματισμένοι και διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την Ελλάδα, αποτελούσαν τον συνεκτικό κρίκο όλων των αρχαίων Ελληνικών φύλων.

[ Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές συγχέουν τους Αινιάνες με τους Δωριείς, όταν αναφέρονται στον Γουνέα από την Κύφο, που έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και τον ονομάζουν πρόγονο των Δωριέων. Όμως ο Όμηρος δεν κάνει καμία αναφορά για τους Δωριείς, παρά μόνο για τους Αινιάνες (Ενιήνες) και τους Περραιβούς, οι οποίοι με κοινό αρχηγό τον Γουνέα από την Κύφο, έλαβαν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας: «…Γουνεύς δ’ εκ Κύφου ήγε δύω και είκοσι νήας, τω δ’ Ενιήνες έποντο μενεπτόλεμοί τε Περραιβοί οι περί Δωδώνην δυσχείμερον οίκι’ έθεντο…» (Ιλιάδα Β. 748-749). Προφανώς η σύγχυση αυτή να οφείλεται στο γεγονός ότι πρόγονοι των μετέπειτα Δωριέων, είχαν μετακινηθεί και εγκατασταθεί σε περιοχές που βρίσκονταν και Αινιάνες, όπως ήταν το ορεινό τμήμα της Πίνδου μέχρι την Δωδώνη και την Μολοσσία χώρα, η περιοχή των Τεμπών, που βρισκόταν το «Δώτιον πεδίον» (κοιτίδα των Αινιάνων), καθώς και η περιοχή της Ελασσόνος, που τότε ονομαζόταν Περραιβία. Επίσης, όπως είναι γνωστό οι Δωριείς ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, τους “Υλλείς” (απόγονοι του Ύλλου, γιου του Ηρακλή), τους “Δυμάνες” (απόγονοι του βασιλιά Αιγιμιού, ο οποίος τους οδήγησε στη Δωρίδα) και τους “Παμφύλους” (ονομασία που σημαίνει την ένωση των διαφορετικών εθνικών στοιχείων). Συνεπώς στο τμήμα των Δωριέων με την ονομασία «Πάμφυλοι», είχαν προστεθεί και ομάδες Αινιάνων, Μολοσσών, Μακεδόνων και άλλων φύλων].

 

11. Αιτωλοί 

Οι Αιτωλοί ήταν αρχαίο Ελληνικό φύλο, που κατοικούσε κατά την αρχαιότητα στην Αιτωλία, για την οποία το "Λεξικό των Κυρίων Ονομάτων", του Ανεσ. Κωνσταντινίδη, αναφέρει τα ακόλουθα: «… Επαρχία μεταξύ Ακαρνανίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Θαλάσσης, λαβούσα το όνομα από το εξ Ήλιδος προελθόντος Αιτωλού, υιού του Ενδυμίωνος. Οι κάτοικοι αυτής ήσαν ημιβάρβαροι αλλά μάχιμοι και κατώκουν κατά κώμας ατειχίστους και λίαν απομεμακρισμένας αλλήλων …». Οι αρχαιότατοι κάτοικοι της Αιτωλίας προς Βορράν ήταν Λέλεγες και προς Νότον ήταν Κουρήτες (Ακαρνάνες) και Ύαντες τους οποίους ο Στράβων (Ι΄ΙΙΙ. 4) μνημονεύει, παραθέτοντας την άποψη του Απολλόδωρου ότι οι Ύαντες κατέφυγαν ανάμεσα στους Αιτωλούς όταν εκδιώχθηκαν από την Βοιωτία.

Σύμφωνα με την παράδοση, στην Αιτωλία εγκαταστάθηκαν «Επειοί» (κάτοικοι του Βορείου τμήματος της Ηλείας που κατά τις παραδόσεις προέρχονταν από την Θεσσαλία), οι οποίοι ακολούθησαν τον εκδιωχθέντα από την πατρίδα τους Αιτωλό, αδελφό του Παίονος και του βασιλέως της Ήλιδος Επειού. Μετά την εγκατάσταση των Επειών η περιοχή η οποία ονομαζόταν Κουρήτις ή Υαντίς έλαβε το όνομα Αιτωλία. Ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου (Ι.Ε.Ε. Τόμ. Α΄ σελ. 376) αναφέρει: «… Ένα από τα Ελληνικά φύλα της προϊστορικής Θεσσαλίας που μίλησαν την αιολική διάλεκτο έφερε κιόλας το όνομα Αιολείς. Υπολείμματά του επισημαίνονται αργότερα στη Θεσσαλική Μαγνησία και στην περιοχή Πλευρώνος και Καλυδώνος στην Αιτωλία …».  Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν έξη γενιές πριν από τον Τρωϊκό πόλεμο ή δέκα γενιές «πρίν συνοικισθεί» η Ήλις, όπως αφηγείται ο Έφορος και παραθέτει ο Στράβων (Ι΄ΙΙΙ. 2. 4).

Οι Αιτωλοί έλαβαν μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο με επικεφαλής τον Θόαντα (Ιλιάς Β. 683) βασιλιά της Καλυδώνος (πρωτεύουσας της Ατωλίας) και «Πλευρώνος» (κοντά στον ποταμό Εύηνο). Οι Αιτωλοί στους Ιστορικούς χρόνους διακρίνονταν σε τρία «υπο-φύλα»: Τους Ευρυτάνες, τους Αποδοτούς και τους Οφιονείς. Μέχρι τον 5ον αιώνα π.Χ, οι Αιτωλοί δεν θα διεδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην Ελληνική ιστορία. Στη συνέχεια θα εμπλακούν στη διαμάχη Αθήνας – Σπάρτης παίρνοντας το μέρος των Σπαρτιατών. Από τον 4ον αιώνα π.Χ, η δύναμη των Αιτωλών άρχισε να ανέρχεται ραγδαία ως αποτέλεσμα της περίφημης «Αιτωλικής Συμπολιτείας» που θα κυριαρχήσει στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος κατά τον 3ον και τον 2ον αιώνα π.Χ. Η «Συμπολιτεία των Αιτωλών» συμπεριέλαβε στην οργάνωσή της, τους Αινιάνες, τους Λοκρούς, τους Δωριείς, τους Δόλοπες και τμήμα των Ακαρνάνων. Το καταστατικό της «Συμπολιτείας» βασιζόταν σε δημοκρατικές αρχές. Η κεντρική διοίκηση καθόριζε την εξωτερική πολιτική του «Κοινού» και είχε υπό τη δικαιοδοσία της τις στρατιωτικές δυνάμεις και την κοπή των νομισμάτων. Την ανώτατη εξουσία είχε η γενική συνέλευση που αποτελούσαν οι πολίτες των πόλεων – μελών. Οι άρχοντες ήταν ο στρατηγός, ο ίππαρχος, ο ναύαρχος και ο γραμματεύς και σε αυτούς έπεφτε το βάρος της κεντρικής εκτελεστικής εξουσίας.

Το γεγονός που σφράγισε την ιστορία των Αιτωλών την εποχή αυτή και τους ανέβασε στα μάτια των άλλων Ελλήνων, ήταν η συμβολή τους στην απόκρουση των βαρβάρων Γαλατών που είχαν εισβάλει στην Ελλάδα το 279 π.Χ. Κατάφεραν να εξουδετερώσουν τους βαρβάρους εισβολείς αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Μετά την νίκη αυτή η πολιτική επιρροή της «Αιτωλικής Συμπολιτείας», στην κεντρική Ελλάδα, αυξήθηκε σημαντικά. Επίσης αυξήθηκε η επιρροή των Αιτωλών στη «Δελφική Αμφικτυονία», με αποτέλεσμα να αποκλείσουν τους Μακεδόνες από τις συνεδριάσεις της. Θα συγκρουσθούν συχνά με τους Μακεδόνες και θα συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους εναντίον των Μακεδόνων. Όταν θα συνειδητοποιήσουν τους κατακτητικούς στόχους της Ρώμης, θα ηγηθούν αντιρωμαϊκής συμμαχίας, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά !!! Οι Ρωμαίοι θα κατακτήσουν μέχρι το 146 π.Χ ολόκληρη την Ελλάδα και η «Αιτωλική Συμπολιτεία» θα διαλυθεί τελικώς από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο (27 π.Χ - 14 μ.Χ) και οι Αιτωλοί θα παύσουν να εμφανίζονται ως ξεχωριστό Ελληνικό φύλο.

 

12. Ελλάδα - Έλληνες

Στα ομηρικά έπη, Έλληνες ονομάζονταν οι κάτοικοι μίας πόλεως ή περιοχής στη Δυτική κοιλάδα του Σπερχειού, οι οποίοι μαζί με τους Μυρμιδόνες, τους Αχαιούς Φθιώτες και τους Δόλοπες, ήσαν υπήκοοι του Βασιλιά Πηλέα, πατέρα του μεγαλύτερου ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Αχιλλέα. Στην Ιλιάδα υπάρχουν πολλές αναφορές για τους Έλληνες και την Ελλάδα, μερικές από τις οποίες είναι οι εξής:

α / Στη Ραψωδία, Β΄. 681 – 685 (κατάλογος νεών) «… Νύν αύ’ τους όσσοι το Πελασγικόν Άργος έναιον, οι τ’Άλον οι τ’Αλόπην οι τε Τρηχίνα νέμοντο, οι τ’ είχον Φθίην ηδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί, των αυ’ πεντήκοντα νεών ήν αρχός Αχιλλεύς…». (… Στο Άργος το Πελασγικό πάλι όσοι κατοικούσαν, στην Άλο και την Αλόπη και όσοι στην Τραχίνα, στην Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες που λέγονταν Μυρμιδόνες και Έλληνες και Αχαιοί και είχαν αρχηγό τον Αχιλλέα, με πενήντα πλοία …).

β / Στη Ραψωδία, Ι΄. 395 – 397 (Αχιλλέας προς Οδυσσέα) «… Πολλαί Αχαιϊδες εισίν αν Ελλάδα τε Φθίην τε κούραι αριστήων, οι τε πτολίεθρε ρύονται τάων ήν κ’ εθέλωμι φίλην ποιήσομ’ άκοιτιν … ». (… Πολλές κοπέλες βρίσκονται στη Φθία, στην Ελλάδα, κόρες ανθρώπων δυνατών που κυβερνούν τις πόλεις ….).

γ / Στη Ραψωδία, Ι΄. 445 – 449 (Φοίνικας προς Αχιλλέα) « … Ώς αν έπειτ’ από σείο φίλον τέκος ούκ εθέλοιμι λείπεσθ’, ούδ’ εί κέν μοι υποσταίη θεός αυτός γήρας αποξύσας θήσειν νέον ηβώοντα, οίον ότε πρώτον λίπον Ελλάδα καλλιγύναικα φεύγων νείκεα πατρός Αμύντορος Ορμενίδαο, ός μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο …» (… Ώστε από σε να χωριστώ δε θα’ θελα, παιδί μου κι αν μου υποσχόταν ο θεός να ξύσει απ’ το κορμή μου τα γερατιά, σαν άλλοτε τη νιότη να μου δώσει, σαν τότε που παράτησα άλλοτε την Ελλάδα, που έχει γυναίκες όμορφες, ζητώντας ν’αποφύγω του πατέρα μου Αμύντορα την οργή, οργιζόταν για δούλα ομορφόμαλλη …).

δ / Στη Ραψωδία, Ι΄. 478 – 482 (Φοίνικας προς Αχιλλέα) «… Φεύγον έπειτ’ απάνευθε δι’ Ελλάδος ευρυχόροιο, Φθίην δ’ εξικόμην εριβώλακα μητέρα μήλων ές Πηλήα άναχθ’ ό δε με πρόφρων υπέδεκτο, και μ’ εφίλησ’ ως εί τε πατήρ όν παίδα φιλήση μούνον τηλύγετον πολλοίσιν επί κτεάτεσσι και μ’ αφνειόν έθηκε, πολύν δε μοι ώπασε λαόν ναίον δ’ εσχτιήν Φθίης Δολόπεσσιν ανάσσων…». (… Κι’ έφευγα την πλατύχωρη διαβαίνοντας Ελλάδα και έφθασα στην εύφορη, προβατομάνα Φθία, στου Πηλέα τ’αρχοντικό, καλόκαρδα εκείνος με δέχθηκε, μ’ αγάπησε όπως ένας πατέρας που έχει κτήματα πολλά το γιό του αγαπάει και πλούσιο με έκανε, μου’ δωσε πολύ κόσμο σ’ άκρη της Φθίας έμενα, άρχοντας των Δολόπων …»).

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω ενδεικτικά αποσπάσματα της Ιλιάδας, ο Όμηρος σε καμία περίπτωση δεν αναφέρει τις λέξεις Ελλάς και Έλλην, παρά μόνο τις λέξεις Ελλάδα και Έλληνες. Συνεπώς για την ετυμολογία, θα πρέπει να αναζητούμε τη «ρίζα» των λέξεων Ελλάδα και Έλληνες και όχι των λέξεων Ελλάς και Έλλην και άλλων ανακριβειών, όπως: α/ ΕΛ (έρχεται από την Ανατολή και σημαίνει φώς) και το ΛΑΣ (που σημαίνει πέτρα, εξ’ ού λατομείο)= ΕΛΛΑΣ, άρα σύμφωνα με την εκδοχή αυτή Έλληνες είναι οι κάτοικοι της λαμπερής πέτρας!!!. β/ Ο Γερμανός κλασικός φιλόλογος Ulrich von Wilamowitz, σχετίζει τη λέξη Έλλην με τις λέξεις “ψελίζω” = με δυσκολία αρθρώνω τις λέξεις, “σελλίζω”, “έλλοψ”= άφθογγος. Δηλαδή θεωρεί ότι Έλληνες, είναι αυτοί που μιλάνε μία γλώσσα που είναι δύσκολο να την καταλάβεις!!!. γ/ Από το γράμμα Λ που έφεραν οι ασπίδες των Σπαρτιατών!!! (ΕΛ= ΕΛΛΑΣ). Τις εκδοχές αυτές δεν έχει νόημα να σχολιάσω, θα πω όμως μία λέξη Έλεος!!!.  Όσον αφορά την θέση που ευρίσκετο η Ελλάδα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή ευρίσκετο στην κοιλάδα και την ευρύτερη περιοχή του Σπερχειού ποταμού. Τα ερωτηματικά που υπάρχουν και τα αδιευκρίνιστα σημεία είναι για το άν η Φθία και η Ελλάδα ήταν μόνο περιοχές ή υπήρχαν παράλληλα και πόλεις με το ίδιο όνομα. Μέχρι όμως να προκύψουν στοιχεία που να βεβαιώνουν την ύπαρξη πόλεων με το ίδιο όνομα (Φθία και Ελλάδα) θα δεχθούμε τις ονομασίες αυτές ως περιοχές και με την Γεωγραφική θέση που προσδιόρισε ο Στράβων. Δηλαδή το Βόρειο τμήμα με την ονομασία Φθία και το Νότιο τμήμα με την ονομασία Ελλάδα. Ο Στράβων (67 π.Χ – 23 μ.Χ) στα Γεωγραφικά (Χ. Θ.V. 6) αναφέρει: «… Για την Φθία, μερικοί νομίζουν ότι είναι ίδια χώρα με την Ελλάδα και την Αχαϊα. Αυτές αποτελούν το άλλο, το Νότιο από τα δύο μέρη στα οποία ήταν χωρισμένη η Θεσσαλία. Φαίνεται πάντως ότι ο ποιητής (Όμηρος), θεωρούσε δύο χώρες, την Φθία και την Ελλάδα, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο άν εννοεί πόλεις ή χώρες…».

Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, στην “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους(Εκδ.1925), στο κεφάλαιο «ΦΘΙΑ» και «ΕΛΛΗΝΕΣ», αναφέρει τα εξής: «… Παρά τω Αριστοτέλει (Μετεωρολ. Α, 14), το όνομα Σελλοί ή Ελλοί, το διδόμενον υπό του Ομήρου εις τους υποφήτας του εν Δωδώνη λατρευομένου Διός, μεθίσταται είς την έννοιαν φυλής Σελλών ή Ελλών, μετά τούτους δε μνημονεύεται και η φυλή των Γραικών.

[…] Η φυλή αύτη κοιτίδα έχουσα την έν Ηπείρου παρά το Μαντείον Δωδώνης και λαβούσα το όνομα από των υποφητών του έν Δωδώνη λατρευομένου Πελασγικού Διός, των καλουμένων «Σελλών ή Ελλών».

[...] Από της Ηπειρωτικής ταύτης χώρας μετενάστευσεν, άγνωστον υπό ποίας περιστάσεις, ίσως ένεκεν επιδρομής Ιλλυρικών βορειόθεν γενομένης, είς τας υπωρείας της παρακειμένης Πίνδου και δια των πυλών της οροσειράς αυτής εισελθούσα, έν Φθία εγκατεστάθη …».

[…] Εν τω περιφήμω Παρίω μαρμάρω καλουμένου ιστορικώ πίνακι (στιχ. 8-11) λέγεται: « Αφ’ ού Αμφικτύων ο Δευκαλίωνος εβασίλευσεν έν Θερμοπύλαις … αφ’ ού Έλλην ο Δευκαλίωνος Φθιώτιδος εβασίλευσε και Έλληνες ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι … ».

[…] Εκ των έν τω Χρονικώ τούτο, των χρόνων του Ελληνισμού περί Γραικών παραδιδομένων ουδέν άλλο μανθάνομεν ή ότι έν τοις χρόνοις τούτους το όνομα Γραικός εθεωρείτο αρχαιότερον του ονόματος Έλλην …».

[…] Φαίνεται δε ότι και Γραικοί» όπως Σελλοί, εκαλούντο έν αρχή οι έν Δωδώνη υποφήται και όπως το Σελλός ή Ελλός = Έλλην, είναι λαμπρός, επιφανής, ούτω και το Γραικός είναι προσωνυμία τιμητική των υποφητών … ».

[…] Έν Ιλιάδι Έλληνες καλούνται ο εν Φθία οικών λαός των Ελλήνων, ών ηγεμών είναι ο Αχιλλεύς. Και λέγονται μέν οι Έλληνες ούτοι και Πανέλληνες, αλλά και το όνομα τούτο δηλοί απλώς την ένωσιν των Ελλήνων των διαφόρων κλάδων της φυλής ταύτης … »

[…] Οι εν Φθία Έλληνες, ών η χώρα ήδη παρά τω ποιητή της Ιλιάδος καλείται Ελλάς, ταχέως ηυξήθησαν εις έθνος σημαντικόν και ισχυρόν …».

Ο Γεώργιος Χατζιδάκης (1848 – 1941) γλωσσολόγος και ακαδημαϊκός, στο "Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος", σελ. 97 – 110 (Εκδ. 1925), αναφέρει ότι η ονομασία Έλληνες, παράγεται από το ουσιαστικό Ελλοπία, που επίσης παράγεται από το Ελλός ή Σελλός, που σημαίνει καθέδρα θεού. Η Ελλοπία ήταν περιοχή που απλώνονταν στους πρόποδες του Ολύμπου, όπου πιστεύεται ότι εκεί βρισκόταν το αρχικό Μαντείο της Δωδώνης και η κοιτίδα των Αινιάνων, οι οποίοι όπως είναι γνωστό αποκαλούνταν  Ελλοί ή Σελλοί. 

Ο Α. Χαντζής, καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών (Επετηρίδα 1935–36), υποστηρίζει ότι: «... Το όνομα Έλληνες προήλθε από την πόλη Ελλάδα (ελλάς ροή = ορεινό ρεύμα), κοντά στον ποταμό Σπερχειό, ο οποίος ονομαζόταν και ο ίδιος Ελλάδας, στα νεώτερα χρόνια …». 

[ Πράγματι η κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, Δυτικά της Υπάτης και μέχρι το σημερινό χωριό Λευκάδα, ονομαζόταν Ελλάδα, τουλάχιστον από την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας και μετά (Βλ. Σελίδα Χάρτες). Επίσης, το όνομα Ελλάδα αναφέρεται και στο «θρήνο» για την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 (στιχ. 770 - 980): «… Τα Φάρσαλα, ο Δομοκός, Ζητούνη, Λεβαδεία, το να ιδούσι τον Σταυρόν στην ώρα προσκυνούσι, Ελλάδα, Πάτρα, Άγραφα, Βελούχι, και Πριστόλιο, Αθήνα, Θήβα, Μέγαρα, Σάλωνα, τα’ άλλα όλα ... (Ελλάδα ονομαζόταν, όπως προαναφέρθηκε, η περιοχή της Δυτικής κοιλάδας του Σπερχειού, Πάτρα ή Νέα Πάτρα η σημερινή Υπάτη και Πριστόλιο το σημερινό Πετρίλο Αγράφων). Ο Σπερχειός ποταμός αναφέρεται στην Ιλιάδα από τον ίδιο τον Αχιλλέα, όταν θρηνούσε για τον θάνατο του επιστήθιου φίλου του Πάτροκλου: “...Σπερχειέ, άλλως σοι γε πατήρ ηρήσατο Πηλεύς, κείσε με νοστήσαντα φίλην ές πατρίδα γαίαν σοι τε κόμην κερέειν ρέξειν θ’ιερήν εκατόμβην, πεντήκοντα δ’ένορχα παρ’αυτόθι μήλ’ ιερεύσειν ές πηγάς, όθι τοι Τέμενος Βωμός τε θυήεις (Σπερχειέ αλλιώς σου’ ταξε ο Πατέρας μου ο Πηλέας, στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα εκεί πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας θυσία μεγάλη σε αυτόν τον τόπο, πενήντα βαρβάτα κριάρια να σου σφάξω, πάνω στις πηγές σου, όπου είναι το Τέμενος και ο Ευωδιαστός Βωμός σου) Ιλιάδα Ψ. 141 – 148. Το απόσπασμα αυτό της Ιλιάδας είναι άλλη μία μεγάλη απόδειξη, ότι η πόλη ή περιοχή «Ελλάδα» ευρίσκετο σε αυτή την περιοχή την οποία διέσχιζε ο Σπερχειός ποταμός, που αργότερα ονομάσθηκε και ο ίδιος «Ελλάδας»].

Ο Παναγιώτης Χρήστου, καθηγητής Αριστ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης, στο πόνημά του αναφέρει: «… Πολύ ενωρίς, από την Ελλάδα της Φθίας επήρε αυτό το όνομα όλη η Στερεά, ενώ βαθμιαίως τούτο επεκτάθηκε και στις άλλες επαρχίες της Χερσονήσου και σε όλες τις άλλες Ελληνο-κατοικούμενες χώρες. Η Νότιος Ιταλία και Σικελία ωνομάσθηκαν, όπως είναι γνωστό και Μεγάλη Ελλάς …».

Ο Δημήτριος Ε. Ευαγγελίδης, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, στο "Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών Φύλων" αναφέρει ότι για το ζήτημα του ονόματος υπάρχουν τρεις κατά βάσει απόψεις ήτοι: Η πρώτη άποψη υποστηρίζει ότι η ονομασία Έλληνες ανάγεται στο αρχαίο Φύλο, Σελλοί ή Ελλοί (ιερατική ομάδα αφιερωμένη στην λατρεία του Διός στη Δωδώνη, η οποία μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Φθίας). Η δεύτερη άποψη δέχεται ότι η ονομασία προήλθε από τους Έλληνες της Φθίας των Ομηρικών επών, ότι το όνομα επεκτάθηκε αρχικώς στα γειτονικά φύλα –ομάδες και από κάποια στιγμή και μετά στο σύνολο των Ελληνικών φύλων–ομάδων, ως συλλογικό όνομα (Ομοσπονδιακό). Και τέλος η τρίτη άποψη ότι η ονομασία ξεκίνησε από τις Αμφικτυονίες και μετά. Όσα φύλα ήσαν μέλη της Αμφικτυονίας ονομάζονταν Έλληνες και συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι Σπαρτιάτες ήσαν Έλληνες, ενώ οι Αθηναίοι, που δεν συμμετείχαν στην Αμφικτυονία, μέχρι τα χρόνια του Σόλωνος, όχι. Όταν μπήκαν και οι Αθηναίοι στην Αμφικτυονία έγιναν και αυτοί Έλληνες. Ανάλογη διαδικασία ακολούθησαν και οι Μακεδόνες, οι οποίοι αρχικά επί Βασιλέως Αλεξάνδρου Α΄ ήσαν φιλέλληνες και αργότερα επί Φιλίππου Β΄όταν έγιναν μέλη της Αμφικτυονίας, ονομάσθηκαν και Έλληνες.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (384- 322 π.Χ), στα Μετεωρολογικά (Α΄. 352α), οι Έλληνες ονομάζονταν Γραικοί πριν τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος ο οποίος: «… συνέβη περί την Ελλάδα την αρχαίαν … ώκουν γάρ οι Σελλοί ή Ελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νύν δε Έλληνες …».

Ο Παναγιώτης Χρήστου (καθηγητής Αριστ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης), που πραγματοποίησε έρευνα για την διαχρονική πορεία του Εθνικού ονόματος «Γραικοί», αναφέρει: «...Επρόκειτο για ένα φύλο διφυές, που απετέλεσε μία ενότητα με δύο κατά περιστάσεις ονόματα Γραικοί και Σελλοί – Ελλοί. Ένα μέρος του πέρασε από την Δωδώνη προς την Φθία όπου έγινε ένδοξο, υπό τον ηγεμόνα του Αχιλλέα με το όνομα Έλληνες. Μερικές ομάδες έφυγαν προς τα Νοτιώτερα ίδρυσαν την πόλη Γραία της Βοιωτίας (Ταναγραία), την Γραία της Ευβοίας και Ωρωπού […] ίσως μια ομάδα τους απετέλεσε τον Πυρήνα του Αττικού Δήμου Γραής της Πανδιονίδος φυλής …».

Η ιστορική ερευνήτρια και συγγραφέας Χριστίνα Πριάμου - Χριστίδου, στο πόνημά της ΕΛΛΗΝΕΣ η αληθινή προϊστορία, αναφέρει: «… Ο Αινιάνες (Ενιήνες), είχαν γίνει γνωστοί στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου με την ονομασία Έλληνες, επειδή αποκαλούνταν Σελλοί ή Ελλοί. Η χώρα τους ονομαζόταν Ελλοπία, όπως η Ήπειρος και η Εύβοια (Ηρόδοτος, Η. 23, Ελλοπίη μοίρη). Οι κάτοικοι της Φθίας ονομάζονταν από τον Όμηρο επίσης Έλληνες και ήταν ομόφυλοι των Σελλών ή Ελλών της Ηπείρου και των Ενιηνο -Περραιβών, όπως μαρτυρεί ο Όμηρος (Ιλιάδα, Π. 233), όπου παρουσιάζει τον Αχιλλέα να δέεται στον Δία τον Δωδωναίο ως πάτριο θεό: «…Ζεύ άνα Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, αμφί δε «Σελλοί» σοι ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι …».

 

Στους ιστορικούς χρόνους, στην κοιλάδα του Σπερχειού και μέχρι τις πηγές του, κατοικούσαν οι Αινιάνες. Η εγκατάσταση των Αινιάνων στην περιοχή αυτή, κοντά στις πηγές του Σπερχειού, όπου ο πατέρας του Αχιλλέα Πηλέας είχε την έδρα του Βασιλείου του, δεν ήταν τυχαία. Πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και μάλιστα υπερηφανεύονταν γι’ αυτό. Είχαν μεγάλη λατρεία προς το πρόσωπο του Αχιλλέα και του γιού του Νεοπτόλεμου (Παυσανίας 10, 8). Τον 3ον αιώνα π.Χ, το «Κοινό των Αινιάνων» έστειλε στους Δελφούς «Πυθαϊδα», για να προσφέρει θυσία και να τελέσει αγώνες προς τιμήν του Νεοπτόλεμου: «…πέμπουσιν Αινιάνες Νεοπτολέμω τω Αχιλλέως…» (Ιστ. Ηλιόδωρος 3ος αιώνας).  

[Οι Αινιάνες, κατοικούσαν αρχικά στην «Αίμονία» ή «Δώτιον πεδίον» (Βορειοανατολικό τμήμα της Θεσσαλίας, πλησίον του παραποτάμου του Πηνειού Τιταρήσιου). Στη συνέχεια μετακινήθηκαν προς τον Αώο ποταμό, την Δωδώνη της Ηπείρου, την Κασσωπαία, τα Κίρρα, τον σημερινό παραπόταμο του Σπερχειού Ίναχο και την κοιλάδα του Σπερχειού μέχρι τις πηγές του, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Ανήκουν στα πρωτο-αιολικά φύλα και ήταν συγγενικό φύλο με τους Μαλιείς και τους Αχαιούς Φθιώτες. Σύμφωνα με το «Λεξικόν Κυρίων ονομάτων»: «… οι Αινιάνες ήταν κάτοικοι της Αιμονίας (τμήματος της Θεσσαλίας). Γενάρχης τους ήταν ο Αίμων, υιός του Πελασγού και πατέρας του Θεσσαλού …». Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η ονομασία «Αιμονία» προέκυψε από την «Αιμόνη», κόρη του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, συνεπώς οι Αινιάνες ήταν απόγονοι της Αιμόνης αδελφής του Έλληνα και του Αμφικτύονα (που ήταν πατέρας του «Μάλου», εξ’ ού και «Μαλιείς»). Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, οι Αινιάνες κατοικούσαν αρχικά στο «Δώτιον πεδίον», σε μία αρχαία πόλη με το όνομα Αινία και για το λόγο αυτό ονομάζονταν «Αινιάνες ή Ενιήνες». Ονομάζονταν και «Σελλοί ή Ελλοί ή Έλλοπες» και η περιοχή που κατοικούσαν αρχικά, αλλά και οι άλλες περιοχές που μετακινήθηκαν αργότερα (Δωδώνη της Ηπείρου, Φθιώτιδα, Εύβοια, Βοιωτία (Κίρρα κ.λ.π) ονομάζονταν επίσης Ελλοπία. Ο Πίνδαρος (522 - 448 π.Χ) αναφέρει ότι ο τύπος της λέξεως Σελλοί είναι αδελφικός τύπος της λέξεως Ελλοί και συγγενής του Έλληνα και του Αμφικτύονα. Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Ελλός που ήταν γιος του «Θεσσαλού» και αδελφός του Γραικού, έγινε ο πρώτος ιερέας του Διός στο «Μαντείο της Δωδώνης», για τον λόγο αυτό οι Ελλοί ή Σελλοί θεωρούντο υποφήτες του Μαντείου της Δωδώνης, το οποίο αρχικά βρισκόταν στους πρόποδες του Ολύμπου και αργότερα μεταφέρθηκε στην Ήπειρο από τους Αινιάνες. Επίσης, σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, ο Βασιλιάς της Φθίας Θεσσαλός, που ήταν γιος του Αίμονος και εγγονός του Πελασγού, με την Πανδώρα (κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και αδελφής του Έλληνα και Αμφικτύονα) γέννησαν τον Γραικό, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι κάτοικοι της περιοχής (κατά τον Ησίοδο η Πανδώρα με τον Δία γέννησαν τον Γραικό). Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα, είτε η Πανδώρα με τον Δία γέννησαν τον Γραικό, είτε η Πανδώρα με τον γιό του Αίμονα και Βασιλιά της Φθίας Θεσσαλό γέννησαν τον Γραικό, ένα είναι βέβαιο ότι μεταξύ των Αινιάνων, των Μαλιαίων, των Φθιωτών - Αχαιών και των Γραικών υπήρχε στενή συγγενική σχέση].

Σχετικά με τις μετακινήσεις των Αινιάνων ο Πλούταρχος (46–127 μ.Χ), «Κεφαλαίων καταγραφή, Αίτια Ελληνικά» (ΧΙΙΙ & ΧΧΥΙ), αναφέρει: «… Πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταστάσεις, πρώτον μεν γαρ οικούντες περί το Δώτιον πεδίον, εξέπεσον υπό Λαπιθών είς Αιθήκας, (Παρά την Πίνδον οικούντας), εκείθεν της Μολοσσίας την παρά τον Αραούαν χώραν κατέσχον, όθεν ονομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον Βασιλέα, του θεού προστάξαντος, είς την παρά τον Ίναχον χώραν κατέβηκαν κατοικουμένην υπό Ιναχέων και Αχαιών … ».

Οι πρώτες ομάδες «Αινιάνων μεταναστών», έφθασαν στην περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος πριν από το 1520 π.Χ και δεν είχαν τον χαρακτήρα της οργανωμένης εκστρατείας. Ήταν ομάδες μεταναστών ποιμένων χωρίς ιστορική αυθυπαρξία, ξεχωριστή πολιτική οντότητα και πολιτειακή οργάνωση. Οι ομάδες αυτές συγκατοικούσαν με τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, τους Αχαιούς – Φθιώτες και τους Μυρμιδόνες, που είχε φέρει μαζί του ο πατέρας του Αχιλλέα Πηλέας από την Αίγινα. Αυτές οι πρώτες ομάδες των Αινιάνων μεταναστών, όπως προαναφέρθηκε ονομάζονταν Σελλοί ή Ελλοί. Ο Όμηρος τις ομάδες αυτές τις ονομάζει Έλληνες και την περιοχή ή πόλη που κατοικούσαν την ονομάζει Ελλάδα καλλιγύναικα. Επίσης, ο Όμηρος αναφέρει ότι αρχηγός τους ήταν ο Αχιλλέας. (Για τον Έλληνα τον πρόγονό τους δεν αναφέρει τίποτα). Αργότερα και έπειτα από πολλές μαζικές μετακινήσεις από την Ήπειρο μέχρι τους Δελφούς και τα Κίρρα, παρουσιάζονται με ιστορική αυθυπαρξία και πολιτική οντότητα και με την ίδια ονομασία που είχαν λάβει μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας Ενιήνες ή Αινιάνες. Περί το 1100 π.Χ εγκαταστάθηκαν στις πλαγιές του σημερινού παραποτάμου του Σπερχειού «Ίναχου» και αργότερα εξαπλώθηκαν μέχρι τις πηγές του Σπερχειού και σε όλη την Δυτική κοιλάδα του Σπερχειού.

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (1, 7, 2) και τον Παυσανία (10, 8, 1), οι Αινιάνες εκτός του ότι ισχυρίζονταν, ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα, καυχιόνταν και διότι είχαν περιληφθεί ευθύς εξ’ αρχής στην πρώτη Αμφικτυονία («Πυλαία») και μάλιστα από τον ίδιο τον Αμφικτύονα τον γιο του Δευκαλίωνος και της Πύρρας. Η ίδρυση της «Πυλαίας Αμφικτυονίας», αποδιδόταν στον Αμφικτύονα, τον γιο του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και αδελφού του Έλληνος (Απολλ.1,7, 2 - Παυσανίας 10 , 8 , 1). 

Σύμφωνα με το «Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό», το αρχαιότερο όνομα των Ελλήνων ήταν Γραικοί και από την πρώτη Αμφικτυονία και μετά ονομάσθηκαν και Έλληνες: «… Αφ’ού Αμφικτύων Δευκαλίωνος εβασίλευσεν εν Θερμοπύλαις και συνήγε τους περί τον όρον οικούντας και ωνόμασεν Αμφικτύονας και Πυλαίαν, ούπερ και νύν έτι θύουσιν Αμφικτύονες, έτη: Χ. Η. Η. Π. αρχαϊκό με ένθετο το Δ, Π. αρχαϊκό χωρίς ένθετο, Δ. Ι. Ι. Ι. = 1521 π.Χ ; […] βασιλεύοντος Αθηνών Αμφικτύονος, αφ’ ού Έλλην ο Δευκαλίωνος Φθιώτιδος εβασίλευσε και Έλληνες ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι έτη: Ω. Ι. Χ. Η. Η. Π. αρχαϊκό χωρίς ένθετο, Π. αρχαϊκό με ένθετο το Δ, Ι. Ι. » = 1520 π. Χ ;

Το Πάριο Μάρμαρο ή Χρονικό, είναι αρχαία Ελληνική επιγραφή που αποτελεί χρονολογικό πίνακα γεγονότων της Ελληνικής Ιστορίας 1318 ετών περίπου, από την εποχή του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα (1581 π.Χ), έως το 263 / 62 π.Χ, έτος κατά το οποίο «άρχων» στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος. Ο «συγγραφέας» της επιγραφής μνημονεύει τους βασιλείς της Αττικής και της Φθιώτιδος και αναφέρεται κυρίως στα πολιτιστικά γεγονότα και μόνο τυχαία αναφέρεται σε χρονολογίες πολιτικών γεγονότων. Η χρονογραφία της επιγραφής έγινε με το πρωτόγονο σύστημα της γραφής των αριθμών, όπως για παράδειγμα, το αρχαϊκό Π (που η δεξιά κάθετος δεν κατεβαίνει μέχρι κάτω) = πέντε, το Δ = δέκα και το Δ εντός πλαισίου = πενήντα κ.ο.κ). Σύμφωνα με την μετάφραση του Felix Jacoby ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνος έγινε το 1528 π.Χ. Η πρώτη Αμφικτυονία («Πυλαία»), έγινε το 1521 π.Χ. Ο Τρωϊκός πόλεμος έγινε από το 1218 π.Χ έως το 1209 π.Χ κ.ο.κ. Ανεξάρτητα αν έγιναν κάποια λάθη στη μετάφραση της χρονολόγησης, τα γεγονότα που αναφέρονται από τον συγγραφέα του Πάριου Μαρμάρου ή Χρονικού είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνος, ταυτίζεται απόλυτα με την ίδια περίοδο που έγινε ο μεγάλος σεισμός στη Θήρα (Σαντορίνη). Όπως είναι γνωστό μετά τον σεισμό ακολούθησε μεγάλο «τσουνάμι» το οποίο έφθασε μέχρι την Κρήτη και κατέστρεψε τον Μινωϊκό πολιτισμό. Το «τσουνάμι» αυτό δεν είχε μόνο μία κατεύθυνση προς την Κρήτη, αλλά απλώθηκε και σε άλλες περιοχές. Όλα τα παράλια της Αττικο-βοιωτίας (Κωπαϊδα), Φθιώτιδα (Μαλιακός κόλπος) και τα παράλια της Θεσσαλίας (Πελασγία κ.λ.π), κατακλύσθηκαν από μεγάλο ύψος νερού και ό,τι υπήρχε στις περιοχές αυτές καταστράφηκε. Αλλά και η Βασιλεία του Κραναού στην Αθήνα, κόρη του οποίου νυμφεύθηκε ο Αμφικτύων, ταυτίζεται με την ίδια περίοδο (1521 π.Χ). Επίσης, όπως είναι γνωστό ο Βασιλιάς («Μίνως») της Κρήτης, με την «Πασιφάη» (κόρη του Ήλιου και της Κρήτης) είχαν εννέα παιδιά, μεταξύ των οποίων ήταν ο Δευκαλίων, ο Ανδρόγεως, ο Γλαύκος, ο Κατρέας, η Αριάνδη, η Φαίδρα η Ακάλλη κ. ά. Η παράδοση αναφέρει ότι ο «Μίνωας» είχε εκστρατεύσει στην Αττικο-βοιωτία και είχε καταλάβει τα Μέγαρα και άλλες περιοχές για να εκδικηθεί τον Θάνατο του γιού του Ανδρόγεω. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (1, 4) βασίλευσε με σύνεση και δικαιοσύνη και δημιούργησε μία πολύ μεγάλη δύναμη στη στεριά και τη Θάλασσα. Κατά τον Διόδωρο (4, 77 κ. εξ.), μετά τον θάνατο του Αστερίωνος μοιράσθηκε την εξουσία με τους αδελφούς του «Ραδάμανθυ» και «Αιακό», ο ίδιος κράτησε μόνο το Βασιλικό σκήπτρο. Ο Όμηρος εμφανίζει τον Μίνωα (Οδ. 568 – 571), ως δικαστή των σκιών (νεκρών στον Άδη) μαζί με τους αδελφούς του «Ραδάμανθυ» και «Αιακό».

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, την ίδια περίοδο με τον μεγάλο σεισμό στην Σαντορίνη και το καταστροφικό τσουνάμι που ακολούθησε, δηλαδή γύρω στα 1600 - 1550 π.Χ, ο Βασιλιάς της Κρήτης (Μίνως) είχε εκστρατεύσει στην Αττικο-βοιωτία και την είχε καταλάβει. Ο γιος του Δευκαλίων (που διασώθηκε στον κατακλυσμό, όταν το σκάφος του σταμάτησε στην κορυφή του Παρνασσού), κυριαρχούσε στην Αττικο-βοιωτία και ο αδελφός του Αιακός, ήταν βασιλιάς της Αίγινας. (Ο Αιακός όπως είναι γνωστό ήταν πατέρας του Πηλέα και του Φώκου, τον οποίο σκότωσε ο Πηλέας και ο πατέρας του Αιακός τον έδιωξε από την Αίγινα και αυτός κατέφυγε στη Φθία, όπου αρχικά παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη του βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα και πήρε για προίκα το 1/3 του βασιλείου του κ.λ.π. Αργότερα, με την νέα σύζυγό του την θεά Θέτιδα, θα γεννήσουν τον μεγαλύτερο ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Αχιλλέα. Ο Φώκος κυριαρχούσε στην περιοχή της Φωκίδας, από τον οποίο πήρε το όνομά της η περιοχή της Φωκίδας).

Όλα αυτά τα γεγονότα συμπίπτουν και είναι πιο κοντά στις χρονολογίες που αναφέρει το Πάριο Μάρμαρο ή Χρονικό, συνεπώς όχι μόνο δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τον συγγραφέα του Πάριου Μαρμάρου ή Χρονικού, αλλά θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στο περιεχόμενο αυτής της αρχαίας επιγραφής. Η άποψη των νεώτερων συγγραφέων, ότι ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνος έγινε το 12000 π.Χ, μάλλον είναι λανθασμένη και προφανώς θα πρόκειται για άλλο κατακλυσμό και άλλο Δευκαλίωνα. 

Από το Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό σώζονται δύο αποσπάσματα: Το μεγαλύτερο τμήμα που βρέθηκε στην Πάρο το 1627 και σήμερα βρίσκεται στην Οξφόρδη και το άλλο τμήμα το μικρότερο, που βρέθηκε επίσης στην Πάρο το 1897 και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο της Πάρου. Το Πάριο Χρονικό είναι γραμμένο σε αττική διάλεκτο και ίσως να ήταν βοηθητικός πίνακας για σπουδαστές σχολείου. Σήμερα, το Πάριο Μάρμαρο ή Χρονικό έχει μεγάλη αρχαιογνωστική αξία, διότι συγκεντρώνει πάρα πολλά στοιχεία που είναι χρήσιμα για τους συγγραφείς που αναφέρονται σε αρχαίες γραπτές πηγές.

Κατόπιν όλων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, προκύπτει σαφώς ότι ή ίδρυση της πρώτης Αμφικτυονίας έγινε το 1521 π.Χ από τον Αμφικτύονα τον γιο του Δευκαλίωνος, στον ιερό Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος, στις εκβολές του Σπερχειού και την αποτελούσαν τα συγγενικά φύλα που έμειναν γύρω από την κοιλάδα του Σπερχειού ήτοι: Αινιάνες – Οιταίοι, Αχαιοί–Φθιώτες, Μαλιείς, Δόλοπες και Λοκροί. Η Αμφικτυονία ονομάσθηκε «Πυλαία», από το στενό μονοπάτι που υπήρχε εκεί και ήταν «Πύλη» από Βορρά προς Νότο και γινόταν δύο φορές το χρόνο, μία την Άνοιξη και μία το Φθινόπωρο: «… Αι σύνοδοι αι περί τας Θερμοπύλας συνεκροτούντο έν τω Ναώ της Δήμητρος, τώ ιδρυμένω έν τη κατά την είσοδον των Πυλών κειμένη Ανθήλη …» (Ηρόδοτος Ζ. 200).  [Η αρχαία Ανθήλη και ο Ιερός Ναός της Δήμητρας, βρισκόταν στην περιοχή που είναι σήμερα τα Διόδια της Εθνικής οδού, πάνω από τον οικισμό Αγία Τριάδα και όχι στο σημείο που είναι η σημερινή Ανθήλη στις εκβολές του ποταμού Σπερχειού (Βλ.Συν. Χάρτη)].

Το όνομα Έλληνες, όπως προαναφέρθηκε, αρχικά το είχαν μόνο οι κάτοικοι μιας πόλης ή περιοχής γύρω από τη Δυτική κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, όμως μετά τις Αμφικτυονίες έγινε «Ομοσπονδιακό» όνομα όλων των φύλων που συμμετείχαν στις Αμφικτυονίες. Κάθε φορά που ένα φύλο γινόταν μέλος της Αμφικτυονίας, ονομαζόταν και «Έλληνας». Το αρχικό όνομα κάθε φύλου εξακολουθούσε να υπάρχει δηλαδή, Έλληνες Αινιάνες, Έλληνες Αχαιοί, Έλληνες Μαλιείς, Έλληνες Λοκροί, Έλληνες Δόλοπες, Έλληνες Θεσσαλοί, Έλληνες Μάγνητες, Έλληνες Περραιβοί, Έλληνες Ίωνες, Έλληνες Δωριείς, Έλληνες Βοιωτοί, Έλληνες Φωκείς κ.λ.π. (Οι Μακεδόνες, αρχικά επί Βασιλέως Αλεξάνδρου Α΄ ήσαν φιλέλληνες και αργότερα επί Φιλίππου Β΄, όταν έγιναν μέλη της Αμφικτυονίας, ονομάσθηκαν και αυτοί Έλληνες Μακεδόνες).

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (Βιβλ.Α.VII), ο «Έλληνας», γιος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, έδωσε το όνομά του στους «Έλληνες» που έως τότε λέγονταν «Γραικοί»: «… Προμηθέως δε παίς Δευκαλίων εγένετο, ούτος βασιλεύων των περί την Φθίαν τόπων … Γίνονται δε Πύρρας Δευκαλίωνι παίδες Έλλην μεν πρώτος, όν εκ Διός γεγεννήσθαι, δεύτερος δε Αμφικτύων ο μετά Κραναόν βασιλεύσας της Αττικής. Έλληνος δε νύμφης Ορσηίδος Δώρος, Ξούθος, Αίολος, αυτός μεν αφ’ αυτού τους καλουμένους  Γραικούς  προσηγόρευσεν  Έλληνες, τοις  δε  παισίν  εμέρισε την χώρα …».

Οι αρχαίοι Έλληνες, που είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό (Ελβετία, Γαλλία, Ιταλία κ.λ.π) και κατάγονταν από τις περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, Ηπείρου, Θεσσαλίας, εξακολουθούσαν να φέρουν το αρχικό προϊστορικό όνομα «Γραικοί», του φύλου δηλαδή από το οποίο κατάγονταν και χρησιμοποιούσαν το αλφάβητο της Χαλκίδας. Οι Ελβετοί που πρώτοι παρέλαβαν το αρχαίο Ελληνικό αλφάβητο της Χαλκίδας και αργότερα οι Λατίνοι και οι άλλοι λαοί, ονόμασαν τους Έλληνες αυτούς «Γκρεκούς», από αδυναμία να προφέρουν τον φθόγγο [γ] και καθιερώθηκε στους Δυτικούς λαούς αυτή η Εθνοονομασία GRECO, GREC, GREEK κ.λ.π. Στην Ιταλία, το Σολέτο, είναι μία από τις εννιά Ελληνόφωνες πόλεις στην επαρχία της Απουλίας. Οι κάτοικοι είναι απόγονοι του πρώτου κύματος Ελληνικού Αποικισμού στην Ιταλία και την Σικελία τον 8ον αιώνα π.Χ Η διάλεκτος που χρησιμοποιούν προέρχεται από την Δωρική των πρώτων κατοίκων. Οι ίδιοι οι κάτοικοι αποκαλούνται Grekos, από το λατινικό Graecus και θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες. Κων/νος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνουςαναφέρει: «… Είναι γνωστότατον ότι εν τη Λατινική γραμματεία οι Έλληνες καλούνται Graeci και ότι έκ του ονόματος τούτου το κοινόν τοις πάσι τοις Ευρωπαϊκοίς λαοίς όνομα των Ελλήνων είναι Grec, κατά τύπους ολίγον παραλλαγμένους (Greco, Grec, Greec). «Γραικός», ήταν γιός της Πανδώρας και του Δία και ήταν γενναίος, δυνατός, ανδρειωμένος (μενεχάρμης). Αναφέρεται από τον ΗΣΙΟΔΟ (850 - 800 π.Χ), στον κατάλογο με τις γυναίκες που γέννησαν παιδιά με τον Δία (Κατάλογος Ηοίαι): «… Κούρη δ’ έν μεγάροισι αγαυού Δευκαλίωνος, Πανδώρη Διί πατρί θεών σημάντορι πάντων μειχθείσ’ εν φιλότητι τέκε Γραικόν μενεχάρμην …»].

Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής Κυριαρχίας και εν συνεχεία της Οθωμανικής, οι Έλληνες ονομάζονταν «Ρωμιοί» (από το Ρωμαίος πολίτης) και ο Ελληνισμός ονομαζόταν «Ρωμιοσύνη». Όμως πάρα πολλοί Έλληνες λόγιοι του εξωτερικού, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ρήγας Φεραίος κ. ά , χρησιμοποιούσαν το όνομα Γραικός και όχι το Ρωμιός. Αλλά και ο Αθανάσιος Διάκος δεν είναι τυχαίο ότι είπε στον Ομέρ Βρυώνη, «… εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θέλ’ να πεθάνω» και δεν είπε εγώ Ρωμιός γεννήθηκα και Ρωμιός θέλω να πεθάνω, διότι αναφερόμαστε σε μια εποχή (23 / 4 / 1821) που το φυσιολογικό θα ήταν να έλεγε το Ρωμιός και όχι το Γραικός. Αυτή η φράση «εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θέλ’ να πεθάνω», δεν ειπώθηκε τυχαία. Ο Αθανάσιος Διάκος γνώριζε ότι η περιοχή που γεννήθηκε και μεγάλωσε είχε μεγάλη Ιστορία. Γνώριζε ότι το παλαιότερο όνομα των Ελλήνων ήταν το Γραικός. Θεώρησε Τιμή να ονομάσει τον εαυτό του Γραικό και όχι Ρωμιό, διότι το όνομα Ρωμιός ήταν υποτελικό στην Ρώμη και αυτός μάχετο για την ανεξαρτησία της πατρίδος του. Γνώριζε ότι από την περιοχή της ιδιαίτερης πατρίδος του, ξεκίνησαν οι αρχαίοι οι προϊστορικοί Έλληνες, οι «Γραικοί» και εγκαταστάθηκαν στην Ελβετία, την Ν. Γαλλία, την Ιταλία και την Σικελία όπου  δημιούργησαν την Μεγάλη Ελλάδα (MAGNA GRECIA).

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1821, το θέμα του ονόματος απασχόλησε τους λόγιους και διερωτόνταν ποία θα ήταν η ορθότερη Εθνική ονομασία των νεώτερων Ελλήνων, Γραικοί ; Ελληνες ; ή Ρωμιοί ;.

Ο Αδαμάντιος Κοραής, σε κάθε ευκαιρία εξέφραζε την αποστροφή του προς το όνομα Ρωμιός, διότι όπως έλεγε ήταν κατάλοιπο της μισητής δουλείας και έπρεπε να το αποτινάξουμε από πάνω μας. Προτιμούσε και είχε προτείνει για όνομα των Ελλήνων το «Γραικός» και το «Γραικία». 

Ο Γεώργιος Σωτηριάδης, καθηγητής της αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1912, επέκρινε τη χρήση του ονόματος Ρωμιός, διότι σημαίνει: «άνθρωπον υποτελή, ευτελή και χυδαίον ». Άλλοι όμως υποστήριζαν ότι το όνομα Ρωμιός, ήταν όνομα των Ελλήνων, «… Τιμημένο και  Άγιο !!!» κ.λ.π.

Τελικά επεκράτησε το «Ομοσπονδιακό» όνομα ΕΛΛΗΝΕΣ, που καθιερώθηκε με τις Αμφικτυονίες (αρχικά την «Πυλαία» και από τον 8ον αιώνα π.Χ την μεγάλη Αμφικτυονία την «Πυλαιο-Δελφική»), που είχε ενώσει όλα τα αρχαία Ελληνικά φύλλα. Όμως στο εξωτερικό, σε όλες τις χώρες του κόσμου, εξακολουθούν και σήμερα ακόμη να ονομάζουν τους Έλληνες Γραικούς, με το αρχαίο προϊστορικό όνομα αλλά με Λατινική προφορά και γραφή ήτοι: GRECO, GREC, GREEK κ.λ.π.

Το Ομοσπονδιακό όνομα Έλληνες, που είχε ενώσει όλα τα αρχαία Ελληνικά φύλα, ταιριάζει περισσότερο στο σημερινό Ελληνικό Έθνος. Το όνομα αυτό αγκαλιάζει όλο τον Ελληνισμό εντός της Ελληνικής Επικράτειας (τους Γραικούς της Στερεάς Ελλάδας, Ηπείρου και Θεσσαλίας), τους Μακεδόνες, τους Θράκες, τους Κρητικούς, τους Νησιώτες κ.λ.π, αλλά και όλο τον Ελληνισμό εκτός αυτής. Όπως στην αρχαιότητα τα Ελληνικά φύλα ενώθηκαν με το κοινό όνομα ΕΛΛΗΝΕΣ και μεγαλούργησαν, έτσι και σήμερα με το ίδιο όνομα, ενώθηκαν «οι Έλληνες της Παλαιάς Ελλάδας», με τους Έλληνες της Μ. Ασίας («Γιουνάν» τους ονομάζουν οι Τούρκοι, από τους αρχαίους «Ίωνες»), τους Έλληνες του Ευξείνου Πόντου (Αποικίες των αρχαίων Αχαιών–Φθιωτών, Πτολ. Ε΄ 9, 25), τους Έλληνες της Κεντρικής Ευρώπης και Βόρειας Βαλκανικής, που οι πρόγονοί τους κατέφυγαν εκεί για να σωθούν από τις διώξεις των κατακτητών και τους απανταχού Έλληνες από όλα τα μέρη της Γής.

Στη σημερινή Ελληνική κοινωνία είναι επίκαιρο αυτό που είχε διακηρύξει ο Ισοκράτης το 380 π.Χ: «… Το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Έλληνας καλείσθαι του της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντες… ». (Ακόμη και αν είχε άλλη έννοια, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές, σαρκαστική. Ότι δηλαδή, επειδή ορισμένοι ξένοι γνώριζαν λίγα Ελληνικά νόμιζαν ότι έγιναν και Έλληνες !!!).

 

13. Αμφικτυονίες

Οι Αμφικτυονίες, ήταν η κυριότερη ένωση φυλετικών ομάδων (πόλεων), στην οποία είχαν φθάσει οι Έλληνες στην αρχαιότητα. Αρχικά στις Αμφικτυονίες συμμετείχαν γειτονικά συγγενικά φύλα και αργότερα έγιναν πολιτικές «Oμοσπονδίες πόλεων», ολόκληρης της αρχαίας Ελλάδας. Για να είναι σεβαστές αυτές οι ενώσεις των φυλετικών ομάδων ορίζετο κέντρο της Αμφικτυονίας ένας ιερός Ναός, όπου συγκεντρώνονταν αντιπρόσωποι του κάθε φύλου (έθνους) και αργότερα της κάθε πόλης, για να συζητήσουν τα κοινά προβλήματα και να πάρουν σχετικές αποφάσεις.

Η αρχαιότερη και περιφημότερη Αμφικτυονία ήταν η «Πυλαία ή Πυλαϊκή», η οποία συνεδρίαζε δύο φορές το χρόνο, μία την άνοιξη και μια το Φθινώπορο («Πυλαία εαρινή» και «Πυλαία μετοπωρινή»). Αρχικά την αποτελούσαν τα συγγενικά φύλα (έθνοι) που κατοικούσαν στην περιοχή της Φθιώτιδας και είχε για κέντρο το Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδας: «… Αι σύνοδοι αι περί τας Θερμοπύλας συνεκροτούντο έν τω Ναώ της Δήμητρος, τώ ιδρυμένω έν τη κατά την είσοδον των Πυλών κειμένη Ανθήλη …» (Ηρόδοτος Ζ. 200). [Η αρχαία Ανθήλη και ο Ναός της Δήμητρας, βρισκόταν στην περιοχή που είναι σήμερα τα διόδια Θερμοπυλών (πάνω προς το βουνό) και όχι στο σημείο που είναι η σημερινή Ανθήλη, στις εκβολές του Σπερχειού (Βλ. Συνημ. Χάρτη)].

Η ονομασία «Πυλαία» προέρχεται από την στενή δίοδο που υπήρχε στο σημείο εκείνο και αποτελούσε την Πύλη από Βορρά προς Νότο:… Πλησιέστατα εις την Ανθήλην η απόκρημνος Οίτη τοσούτον προσήγγιζεν εις τον κόλπον, ή τουλάχιστον είς άβατον τι έλος, αποτελούν το κράσπεδον του κόλπου, ώστε εν τω μεταξύ δεν ηδύνατο να διέλθη ειμή μία άμαξα …» (Κων. Παπαρρηγόπουλος “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, Τ. 2. σελ. 78).

Η πρώτη Αμφικτυονία έγινε, σύμφωνα με το Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό, το 1521 π.Χ στο Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδας και την αποτελούσαν τα συγγενικά φύλα που έμειναν γύρω από την κοιλάδα του Σπερχειού ήτοι: Αινιάνες-Οιταίοι, Αχαιοί-Φθιώτες, Μαλιείς, Δόλοπες και Λοκροί.

Η ίδρυση της «Πυλαίας Αμφικτυονίας», αποδιδόταν στον «Αμφικτύονα», τον γιό του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και αδελφού του Έλληνος (Απολλόδωρος 1 , 7 , 2 - Παυσανίας 10 , 8 , 1).

Όσον αφορά την ετυμολογία της λέξεως «Αμφικτυονία», άν δηλαδή θα πρέπει να γράφεται με «ι» ή με «υ», υπάρχουν δύο απόψεις ήτοι: Η πρώτη άποψη των αρχαίων συγγραφέων που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το «υ» (Αμφικτύονες και Αμφικτυονία), για τον λόγο ότι την ετυμολογούσαν από τον Αμφικτύονα τον γιό του Δευκαλίωνα και αδελφό του Έλληνα. Και η δεύτερη άποψη των νεότερων συγγραφέων που χρησιμοποιούν το «ι», διότι όπως ισχυρίζονται η λέξη «Αμφικτιονία» σήμαινε αρχικά περιοίκηση και στη συνέχεια έλαβε τη γνωστή μας ειδική θεσμική σημασία, δηλαδή την συνένωση ή «oμοσπονδοποίηση» γειτονικών λαών. Οι αντιπρόσωποι κάθε πόλης ονομάζονταν «Αμφικτίονες» = Περι - κτίονες, που σημαίνει αυτοί που κατοικούν γύρω από έναν «ιερό Ναό». Η λέξη παράγεται από το επίθετο «Αμφικτίων» και όχι από το Αμφικτύων, διότι αρχικά ήταν προσδιοριστικό όνομα φυλής, όπως Αμφικτίονες Αχαιοί, Αμφικίονες Αινιάνες κ.λ.π. Για τον λόγο αυτό πρέπει να γράφεται «Αμφικτιονία» με «ι» και όχι «Αμφικτυονία» με «υ».

Κατά την άποψη μου και οι δύο τύποι είναι σωστοί, Αμφικτιονία με (ι) και Αμφικτυονία με (υ), διότι σύμφωνα με την γλωσσολογική έρευνα και ετυμολογική προέλευση του κάθε τύπου και γειτονικά (Περι-κτίονες) ήταν τα φύλα (πόλεις - «έθνη»), που συμμετείχαν στην Αμφικτυονία και ο Αμφικτύων ήταν ο ιδρυτής της πρώτης Αμφικτυονίας (Πυλαία). Αυτό προκύπτει τόσο από το «Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό», όσο και από τους άλλους αρχαίους συγγραφείς που ετυμολογούσαν την Αμφικτυονία από τον Αμφικτύονα, τον γιο του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και αδελφό του Έλληνα. Συγκεκριμένα στους στίχους 8 – 11 του Πάριου Χρονικού αναφέρονται τα εξής: «… Αφ’ού Αμφικτύων Δευκαλίωνος εβασίλευσεν εν Θερμοπύλαις και συνήγε τους περί τον όρον οικούντας και ωνόμασεν Αμφικτύονας και Πυλαίαν, ούπερ και νύν έτι θύουσιν Αμφικτύονες, έτη: Χ. Η. Η. (Π. αρχαϊκό με έθετο το Δ. Π. αρχαϊκό χωρίς ένθετο) Δ. Ι. Ι. Ι. = 1521π.Χ ; […] βασιλεύοντος Αθηνών Αμφικτύονος, αφ’ ού Έλλην ο Δευκαλίωνος Φθιώτιδος εβασίλευσε και Έλληνες ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι έτη: Ω. Ι. Χ. Η. Η. (Π. αρχαϊκό χωρίς ένθετο. Π. αρχαϊκό με ένθετο το Δ ) Ι. Ι. = 1520 π. Χ ; (Βλ. Συν. Φωτ. από τις Εγκ. Ήλιος & Ν. Δομή).

[Το Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό, είναι αρχαία Ελληνική επιγραφή που αποτελεί χρονολογικό πίνακα γεγονότων της Ελληνικής Ιστορίας 1318 ετών περίπου, από την εποχή του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα (1581 π.Χ), έως το 263 / 62 π.Χ, έτος κατά το οποίο «άρχων» στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος. Ο συγγραφέας της επιγραφής μνημονεύει τους βασιλείς της Αττικής και της Φθιώτιδος και αναφέρεται κυρίως στα πολιτιστικά γεγονότα και μόνο τυχαία αναφέρεται σε χρονολογίες πολιτικών γεγονότων. Η χρονογραφία της επιγραφής έγινε με το πρωτόγονο σύστημα της γραφής των αριθμών, όπως για παράδειγμα, το αρχαϊκό Π (που η δεξιά κάθετος δεν κατεβαίνει μέχρι κάτω) = πέντε, το Δ = δέκα και το Δ εντός πλαισίου = πενήντα). Σύμφωνα με την μετάφραση του Felix Jacoby ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνος έγινε το 1528 π.Χ. Η πρώτη Αμφικτυονία (Πυλαία), έγινε το 1521 π.Χ. Ο Τρωϊκός πόλεμος έγινε από το 1218 π.Χ έως το 1209 π.Χ κ.ο.κ. Ανεξάρτητα αν έγιναν κάποια λάθη στη μετάφραση της χρονολόγησης, τα γεγονότα που αναφέρονται από τον «συγγραφέα» του Πάριου Μαρμάρου ή Χρονικού είναι πιό κοντά στην πραγματικότητα, διότι ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνος ταυτίζεται απόλυτα με την ίδια περίοδο που έγινε ο μεγάλος σεισμός στη Θήρα (Σαντορίνη). Όπως είναι γνωστό μετά τον σεισμό ακολούθησε μεγάλο τσουνάμι το οποίο έφθασε μέχρι την Κρήτη και κατέστρεψε τον Μινωϊκό πολιτισμό. Το τσουνάμι αυτό δεν είχε μόνο μία κατεύθυνση προς την Κρήτη, αλλά απλώθηκε και σε άλλες περιοχές. Όλα τα παράλια της Αττικο-βοιωτίας (Κωπαϊδα), Φθιώτιδα (Μαλιακός κόλπος) και τα παράλια της Θεσσαλίας κατακλύσθηκαν από μεγάλο ύψος νερού και ότι υπήρχε στις περιοχές αυτές καταστράφηκε. Αλλά και η Βασιλεία του Κραναού στην Αθήνα (κόρη του οποίου νυμφεύθηκε ο Αμφικτύων), ταυτίζεται με την ίδια περίοδο (1521 π.Χ). Επίσης, όπως είναι γνωστό ο Βασιλιάς («Μίνως») της Κρήτης, με την «Πασιφάη» (κόρη του Ήλιου και της Κρήτης) είχαν εννέα παιδιά, μεταξύ των οποίων ήταν ο Δευκαλίων, ο Ανδρόγεως, ο Γλαύκος, ο Κατρέας, η Αριάνδη, η Φαίδρα η Ακάλλη κ. ά. Η παράδοση αναφέρει ότι ο «Μίνωας» είχε εκστρατεύση στην Αττικο-βοιωτία και είχε καταλάβει τα Μέγαρα και άλλες περιοχές για να εκδικηθεί τον Θάνατο του γιού του «Ανδρόγεω». Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (1, 4) βασίλευσε με σύνεση και δικαιοσύνη και δημιούργησε μία πολύ μεγάλη δύναμη στη στεριά και τη Θάλασσα. Κατά τον Διόδωρο (4, 77 κ. εξ.), μετά τον θάνατο του Αστερίωνος μοιράσθηκε την εξουσία με τους αδελφούς του Ραδάμανθυ και Αιακό, ο ίδιος κράτησε μόνο το Βασιλικό σκήπτρο. Ο Όμηρος (Οδύσ. 568 – 571), εμφανίζει το Βασιλιά της Κρήτης (Μίνωα), ως δικαστή των σκιών (νεκρών στον Άδη) μαζί με τους αδελφούς του Ραδάμανθυ και Αιακό].

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, την ίδια περίοδο με τον μεγάλο σεισμό στην Σαντορίνη και το καταστροφικό τσουνάμι που ακολούθησε, δηλαδή γύρω στα 1600-1550 π.Χ, ο Βασιλιάς της Κρήτης (Μίνως) είχε εκστρατεύσει στην Αττικο-βοιωτία και την είχε καταλάβει. Ο γιός του Δευκαλίων (που διασώθηκε στον κατακλυσμό, όταν το σκάφος του σταμάτησε στην κορυφή του Παρνασσού), κυριαρχούσε στην Αττικο-βοιωτία και ο αδελφός του «Μίνωα» Αιακός, ήταν βασιλιάς της Αίγινας. (Ο Αιακός όπως είναι γνωστό ήταν πατέρας του Πηλέα και του Φώκου, τον οποίο σκότωσε ο Πηλέας και ο πατέρας του Αιακός τον έδιωξε από την Αίγινα και αυτός κατέφυγε στη Φθία, όπου αρχικά παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη του βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα και πήρε για προίκα το 1/3 του βασιλείου του κ.λ.π. Αργότερα, με την νέα σύζυγό του την θεά «Θέτιδα», θα γεννήσουν τον μεγαλύτερο ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Αχιλλέα. Ο Φώκος κυριαρχούσε στην περιοχή της Φωκίδας από τον οποίο πήρε το όνομά της η περιοχή της Φωκίδας).

Όλα αυτά τα γεγονότα συμπίπτουν και είναι πιο κοντά στις χρονολογίες που αναφέρει το Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό, συνεπώς όχι μόνο δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τον συγγραφέα του Πάριου Μαρμάρου ή Χρονικού, αλλά θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στο περιεχόμενο αυτής της αρχαίας επιγραφής. Η άποψη των νεότερων συγγραφέων, ότι ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνος έγινε το 12.000 π.Χ, μάλλον είναι λανθασμένη και προφανώς θα πρόκειται για άλλο κατακλυσμό και άλλο Δευκαλίωνα. 

[Από το Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό σώζονται δύο αποσπάσματα: Το μεγαλύτερο τμήμα που βρέθηκε στην Πάρο το 1627 και σήμερα βρίσκεται στην Οξφόρδη και το άλλο τμήμα το μικρότερο, που επίσης βρέθηκε στην Πάρο το 1897 και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο της Πάρου. Το Πάριο Μάρμαρο ή Χρονικό είναι γραμμένο σε αττική διάλεκτο και ίσως να ήταν βοηθητικός πίνακας για σπουδαστές σχολείου. Σήμερα, το Πάριο Μάρμαρο ή Πάριο Χρονικό έχει μεγάλη αρχαιογνωστική αξία, διότι συγκεντρώνει πάρα πολλά στοιχεία που είναι χρήσιμα για τους συγγραφείς που αναφέρονται σε αρχαίες γραπτές πηγές].

Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι ο γιός του Δευκαλίωνoς Αμφικτύων, που ήταν Βασιλιάς πρώτα των Θερμοπυλών και έν συνεχεία των Αθηνών (όταν νυμφεύθηκε την «Ατθίδα», κόρη του Βασιλιά των Αθηνών «Κραναού» το 1581 π.Χ περίπου, από την οποία ονομάσθηκε όλη η περιοχή «Αττική»), ήταν ο ιδρυτής της «Πυλαίας Αμφικτυονίας». Σύμφωνα με τον αρχαίο ιστορικό Θεόπομπο (378 π.Χ), ο Αμφικτύων είχε συνδεθεί τόσο πολύ με την «Πυλαία Αμφικτυονία», ώστε υπήρχε ξεχωριστός ναός προς τιμή του, στην Ανθήλη Φθιώτιδος. Μάλιστα ο Θεόπεμπος φέρνει τον Αμφικτύονα όχι μόνο ιδρυτή της «Πυλαίας Αμφικτυονίας», αλλά και συνασπιστή των τριών πρωταρχικών τοπικών Αμφικτυονιών (Πυλαίας Θερμοπυλών, Δελφική Παρνασσού και Τεμπών), όπου αποτέλεσαν την μεγάλη Αμφικτυονία των Ελλήνων την «Πυλαιο –Δελφική». Κάθε άνοιξη συγκεντρώνονταν οι εκπρόσωποι των πόλεων (Ιερομνήμονες), στον ιερό Ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και κάθε Φθινόπωρο συγκεντρώνονταν οι εκπρόσωποι των πόλεων (Πυλαγόρες), στον ιερό Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος. Χαρακτηριστικό έργο της ενοποίησης των Αμφικτυονιών αποτέλεσε η τεράστια ιερά οδός που στρώθηκε από τους Δελφούς έως τα Τέμπη (Ομόλιο), για να συνδέει και συμβολικά τα δύο απόμακρα ιερά του Απόλλωνα και τη διάνυαν ιερές πομπές κάθε εννιά χρόνια. Επίσης, υπήρχαν και τα γνωστά Αμφικτυονικά νομίσματα, που από την μία όψη φέρουν τον λυράρη και δαφνηφόρο Δελφικό Απόλλωνα καθισμένον σε ομφαλό ή μόνο «φιδο-ζωσμένο» Απολλώνιο ομφαλό και από την άλλη όψη φέρουν πεπλοφόρα την Αμφικτυονίδα Δήμητρα της Ανθήλης. Για την μεγάλη Αμφικτυονία, που προήλθε από την ενοποίηση των Αμφικτυονιών (Πυλαίας – Δελφικής) και την συνεδρίασή της που έγινε τον 8ον αιώνα π.Χ, ο αρχαίος ιστορικός Θεόπομπος, αναφέρει: «… Αμφικτύονες συνέδριον τι έστιν Ελληνικόν, συναγόμενον έν Θερμοπύλαις ωνομάσθη δε ήτοι από Αμφικτύονος του Δευκαλίωνος ότι αυτό συνήγαγε τα έθνη βασιλεύων […] ταύτα δε ήν δώδεκα: Αινιάνες (Οιταίοι), Αχαιοί Φθιώτες, Βοιωτοί, Δόλοπες, Δωριείς, Ίωνες, Λοκροί, Μαλιείς, Θεσσαλοί, Μάγνητες, Περραιβοί, Φωκείς ». 

Άλλες Αμφικτυονίες, εκτός από την «Πυλαία» και την «Δελφική», σχηματίσθηκαν αργότερα και συγκεκριμένα τον 7ον αιώνα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπως της Καλαυρείας (σημερινός Πόρος), με μέλη τους κατοίκους 7 πόλεων (Πρασιών, Ναυπλίου, Ερμιόνης, Επιδαύρου, Αίγινας, Αθήνας, Ορχομενού Βοιωτίας), με κέντρα το Ναό του Ποσειδώνος στη Μυκάλη, Ελικωνίου Ποσειδώνος των Ιώνων και το Ναό του Απόλλωνος στη Δήλο. Εκτός από τις παραπάνω Αμφικτυονίες, υπήρχαν και άλλες μικρότερες, όπως του Άργους, της Μεσσηνίας, της Τήνου κ. ά.

Ο θεσμός των «Αμφικτυονιών» αρχικά ξεκίνησε από θρησκευτική «Ομοσπονδία πόλεων» γύρω από έναν ιερό Ναό, για ανταλλαγή απόψεων και λήψη αποφάσεων σχετικών με θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως η κατασκευή και συντήρηση Ναών και άλλων ιερών οικοδομημάτων, η προσφορά θυσιών κ.λ.π και εξελίχθηκε σε οργανισμούς που τελικά διαδραμάτισαν ρόλο σε διακρατικές σχέσεις και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας.

Οι Αμφικτυονίες δεν είχαν μόνο θρησκευτική σημασία αλλά είχαν και πολιτική, γιατί κατά την διάρκεια των συνελεύσεών τους, σταματούσαν οι πόλεμοι και τα μέλη ρύθμιζαν τις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς να θίγεται η ανεξαρτησία της κάθε πόλης. Δικαίωμα ψήφου είχαν δύο μέλη από κάθε πόλη. Καθήκον του Αμφικτυονικού συνεδρίου ήταν η προστασία και επιμέλεια των ιερών χώρων της Ανθήλης και των Δελφών, η προεδρία στα Πύθια και η μέριμνα για την φρούρηση των στενών των Θερμοπυλών στις εκβολές του Σπερχειού ποταμού. Ακόμη επέβλεπε τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη των Αμφικτυονιών και είχε δικαίωμα να τιμωρήσει όσους έκαναν έκτροπα και να κηρύξει ιερό πόλεμο εναντίον των απειθάρχητων όπως :

Το 590 π.Χ, η «Πυλαία Αμφικτυονία» κήρυξε τον Α΄ιερό πόλεμο κατά της Κρίσσας και τα στρατεύματα της «Ομοσπονδίας» την κατέσκαψαν. Το 448 π.Χ, έγινε ο Β΄ ιερός πόλεμος, όταν οι Φωκείς αφαίρεσαν τη διοίκηση του Μαντείου από την πόλη των Δελφών. Το 356 π.Χ, το Αφικτυονικό Συνέδριο επέβαλε βαριά χρηματική ποινή στους Φωκείς γιατί καταπάτησαν γή του Μαντείου και εν συνεχεία κήρυξε το Γ΄ ιερό πόλεμο, όταν αρνήθηκαν να πληρώσουν το πρόστιμο. Το 339 π.Χ, εξερράγη ο Δ΄ ιερός πόλεμος εναντίον των Αμφισσαίων. Ο πόλεμος αυτός έληξε το 338 π.Χ, με την μάχη στη Χαιρώνεια, όπου ο Φίλιππος νίκησε την Αθήνα και τη Θήβα. Τότε το Αμφικτυονικό Συνέδριο ανακήρυξε τον Φίλιππο (όπως και αργότερα τον Αλέξανδρο) αρχηγό της εκστρατείας κατά των Περσών. Το 278 π.Χ, οι Φωκείς έγιναν και πάλι δεκτοί στην Αμφικτυονία, επειδή αντιστάθηκαν ηρωϊκά στην επιδρομή των Γαλατών του Βρέννου, που το προηγούμενο έτος (279 π.Χ), επεχείρησαν να ληστέψουν το Μαντείο των Δελφών (Παυσ. Χ. 8, 3).

Ο θεσμός των Αμφικτυονιών, που άρχισε από θρησκευτικός και έγινε πολιτικός, στα Ύστερα χρόνια της αρχαιότητος, αντικαταστάθηκε από τα λεγόμενα «Κοινά» και τις «Συμπολιτείες». Σήμερα, η σύγχρονη «Αμφικτυονία» είναι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε), που αποτελεί «Ένωση κρατών», με σκοπό την διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης και την υποστήριξη της διεθνούς συνεργασίας.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Όπως προαναφέρθηκε κύριο καθήκον του Αμφικτυονικού συνεδρίου, εκτός από την προστασία και επιμέλεια των ιερών χώρων της Ανθήλης και των Δελφών, ήταν: Η προεδρία στα Πύθια και η μέριμνα για την φρούρηση των στενών των Θερμοπυλών (Θερμο-Πύλη) στις εκβολές του ποταμού Σπερχειού. Συνεπώς αυτός που είχε την προεδρία και ήταν αρμόδιος για την φρούρηση της «Πύλης», μεταξύ Βορρά και Νότου, ήταν ο Γενικός άρχοντας της περιοχής, δηλαδή ο «Πυλέας» της περιοχής. Επειδή, ο πατέρας του Αχιλλέα, που το Βασίλειό του ήταν στην περιοχή αυτή και προφανώς ασκούσε την προεδρία στην Αμφικτυονία και ήταν αρμόδιος για την φρούρηση της «Πύλης», («Πυλέας» = Γενικός Άρχοντας της Πύλης) και το όνομά του προέκυψε από το παρωνύμιο “Πυλέας”, θα πρέπει να γράφεται με «υ» και όχι με «η» (Πυλέας  αντί  Πηλέας).

 

14. Μαντείο της Δωδώνης 

Σύμφωνα με την παράδοση, το Μαντείο της Δωδώνης, που ήταν το μεγαλύτερο και το παλαιότερο ήταν αφιερωμένο στο Δία και τη σύζυγό του Διώνη. Η ίδρυσή του συνδέεται με την λατρεία των Θεών του Ολύμπου και ειδικότερα του Δία και της Διώνης, που αντιπροσωπεύει τη λατρεία της θεάς Γής. Η πανάρχαια θεά Γή έγινε σύζυγος του Δία παίρνοντας το αντίστοιχο όνομα με την ανδρική θεότητα «Διώνη». (ΔΙΑΣ = ΔΩ , ΔΙΩΝΗ = ΔΩΝΗ,   Δ Ω + ΔΩΝΗ = ΔΩΔΩΝΗ). Η αρχική θέση του Μαντείου ήταν στην Περραιβία, στις πλαγιές του όρους Αίμονος (Τιτάριον όρος – Σαραντάπορος). Ο Κινέας, Θεσσαλός ρήτορας και φίλος του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου, λέει ότι υπήρχε μία πόλη Δωδώνη στην Περραιβία, από την οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στην Ήπειρο το Μαντείο και η «φηγός» = δρύς - ιερή βαλανιδιά, που ήταν η κατοικία του θείου ζεύγους. Η ένθεη παρουσία εκφραζόταν με τον προφητικό ψίθυρο (θρόϊσμα) των φύλλων της ιερής «φηγού», καθώς και με τα κραξίματα των περιστεριών που φώλιαζαν στο ιερό δένδρο.

Η Συγγραφέας Πριάμου - Χριστίδου Χριστίνα, στο πόνημά της, ΕΛΛΗΝΕΣ η αληθινή προϊστορία, αναφέρει τα εξής: « … Ο Όμηρος αναφερόμενος στον τρόπο ζωής των ιερέων της Δωδώνης τους ονομάζει «ανιπτόποδας και χαμαιεύνας», επειδή δεν έπλυναν τα πόδια τους και κοιμόνταν καταγής (Ιλιάδα Π.235). Αναφέρεται μάλιστα πως εκεί κοντά υπήρχε και ένας τοπικός ποταμός με την ονομασία «Σελληείς», που δεν υπήρχε στην Ήπειρο (Ιλιάδα Β. 839). Οι αρχαίοι συγγραφείς ασχολήθηκαν εκτενώς με την αρχική τοποθεσία της Ομηρικής Δωδώνης. Γι’ αυτό παραθέτουμε συγκεντρωτικά όλες τις αποδείξεις που συνηγορούν υπέρ της Περραιβικής Δωδώνης, η οποία ήταν γνωστή στον ποιητή Όμηρο ως περιοχή των Μενεπτολέμων Περραιβών, που εξουσίαζε ο «Γουνεύς», ο εκ Κύφου καταγόμενος. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έφερε στο φώς η αρχαιολογική σκαπάνη, το «Μαντείο της Δωδώνης», οι αρχαιολόγοι το τοποθετούν στο χωριό Σαραντάπορο (Εφημ. ΕΚΔΟΣΗ, 13 Σεπτεμβρίου 2006, σελ. 10). Όπως αναφέρεται στο κείμενο της εφημερίδας, στην τοποθεσία Καστρί Λιβαδίου, η 7η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, υπό την Διεύθυνση του αρχαιολόγου Σπύρου Κουγιουμτζόγλου, ανακάλυψε μία απελευθερωτική επιγραφή της Ρωμαϊκής περιόδου, στο κείμενο της οποίας αναφέρεται η πόλη της Δολίχης. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, αυτές οι επιγραφές είναι κοινές. Στην προκειμένη περίπτωση όμως αυτό το γεγονός είναι σημαντικό, επειδή το κείμενο της επιγραφής ξεκινά με το όνομα της πόλης και στη συνέχεια αναφέρεται ο ταμίας και ο στρατηγός. Τα άτομα αυτά είναι πολύ σημαντικά, επειδή ενεργούν προκειμένου να επιτευχθεί η διαδικασία απελευθέρωσης των δούλων. Το σημαντικό αυτό εύρημα δημιουργεί τις προϋποθέσεις κατάρρευσης της μέχρι τώρα κρατούσας άποψης, που αναφέρει πως στο Λιβάδι βρισκόταν η ακρόπολη της Δωδώνης. Η σημαντική αυτή ανακάλυψη, που ρίχνει άπλετο φώς στην σκοτεινή υπόθεση, δικαιώνει περίτρανα όλους αυτούς τους τοπικούς παράγοντες που υποστηρίζουν ότι το «Μαντείο της Δωδώνης» βρισκόταν αρχικά στην περιοχή του Σαραντάπορου της Περραιβίας … ».

Ο Δημήτριος Βαρδίκος, στο Βιβλίο του ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, αναφέρει σχετικά για τους «Σέλλούς ή Ελλούς» και το Μαντείο της Δωδώνης: «Σελλοί ή Ελλοί» ονομάζονταν οι κάτοικοι της αρχαίας Δωδώνης του Ολύμπου, όπου βρισκόταν το Μαντείο πριν τον μεγάλο κατακλυσμό. Οι «Ελλοί» ήταν φύλακες του Μαντείου του Διός και ήταν απόγονοι του «Έλλοπος» Πελασγού, του πρώτου κατοίκου της Περραιβίας. Αρχαίο νόμισμα που βρέθηκε στο χώρο της Περραιβικής Τριπόλεως, εικονίζει στη μία όψη του, μαντικό τρίποδα με λέβητα και την αναγραφή «ΤΡΙΠΟΛΙΤΑΝ» που υποδηλώνει ότι στην Περραιβία ήταν το αρχαιότερο Μαντείο της Δωδώνης. Στην άλλη όψη του εικονίζει, νέο Ολυμπιονίκη δαφνοστεφανωμένο. Στον Περραιβικό χώρο λειτουργούσε στα πανάρχαια χρόνια η πρώτη έν Ελλάδι Αμφικτυονία με τις πόλεις Αζώρος, Δολίχη, και Πύθιον. Υπήρχε και ιερό του Απόλλωνος που εσώζετο μέχρι της εισβολής των Ρωμαίων όπως μας περιγράφει ο Πλούταρχος  (Βλ. Συν. Φωτογραφία).

Ο Στράβων (Γεωγραφικά Ζ. 5, 7 , 9, 10, 20), αναφέρει: «… έστι δ’, ως φησίν Έφορος, Πελασγών ίδρυμα, οι δε Πελασγοί των περί την Ελλάδα δυνασευσάντων αρχαιότατοι λέγονται και ποιητής φησίν ούτω: «Ζεύ άνα Δωδωναίε Πελασγικέ […] Της δε Σκοτούσσης εμνήσθημεν και εν τοις περί την Δωδώνης λόγοις και του Μαντείου του έν Θετταλία, διότι περί τούτον υπήρξε τον τόπον …».

Ο Σουίδας ο Ιστορικός (που έγραψε τα Θεσσαλικά), αναφέρει: «… Ορισμένες παραδόσεις αναφέρουν ότι, το Μαντείο της Δωδώνης μεταφέρθηκε στην Ήπειρο επί Βασιλείας του Πύρρου. Μία από αυτές αναφέρει ότι ο Ελλός, ο οποίος ήταν γιός του βασιλιά της Φθίας Θεσσαλού και επώνυμος του προϊστορικού φύλου των Ελλών, έγινε ο πρώτος ιερέας του Διός … ».

Ο Απολλόδωρος αναφέρει, ότι από τα έλη που υπήρχαν γύρω από το ιερό του Μαντείο της Δωδώνης, οι γηγενείς κάτοικοι ονομάζονταν «Ελλοί», αλλά και «Σελλοί» και η περιοχή που κατοικούσαν ονομαζόταν «Ελλοπία»

Ο Πίνδαρος αναφέρει: «… Οι «Ελλοί» είναι αδελφικός τύπος της ίδιας λέξεως «Σελλοί» και συγγενείς του «Έλληνα». Όλη δε η περιοχή γύρω από το Μαντείο ονομαζόταν «Ελλοπία».

Ο ΗΣΙΟΔΟΣ, (850-800 π.Χ) στο ποίημα «αι Ήοίαι» (γυναικών κατάλογος), αναφέρει ότι: «… στην Ελλοπία, χώρα πλούσια, εύφορη και με πολλά καλλιεργήσιμα εδάφη, ήταν κτισμένη η Δωδώνη, την οποία ο Δίας αγάπησε ιδιαίτερα και θέλησε να ιδρύσει εκεί το Μαντείο του, κατοικώντας, «εν πυθμένι φηγού» …».

Ο Γεώργιος Χαντζιδάκης (1848 - 1941), γλωσσολόγος και ακαδημαϊκός, στο “Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδας”, σελ. 97 - 110 (Εκδ. 1925), αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: … Η Ελλοπία ήταν περιοχή που απλωνόταν  στους πρόποδες του Ολύμπου, όπου πιστεύεται ότι εκεί βρισκόταν το Μαντείο της Δωδώνης...  

Στην αρχαιότητα, ολόκληρη η περιοχή από την πεδινή Περραιβία, έως την Φθιώτιδα ονομαζόταν «Ελλοπία». Επίσης, «Ελλοπία» ονομαζόταν η Εύβοια, μία περιοχή στην Βοιωτία (Νοτιο-ανατολικά της Λιβαδειάς) και η περιοχή γύρω από το Μαντείο της Δωδώνης στην Ήπειρο. Σε όλες αυτές τις περιοχές, οι κάτοικοι ονομάζονταν «Ελλοί ή Σελλοί ή Γραικοί». Υπάρχουν και ονόματα πόλεων στις περιοχές αυτές που σώζονται μέχρι σήμερα, όπως η πόλη «Γραίγος» στην Εύβοια, (σημερινό Γραιγολίμανο – Λιχάδα), η πόλη «Γραία», κοντά στην σημερινή Ερέτρια, η πόλη επίσης «Γραία» στην περιοχή μεταξύ Ορωπού και Τανάγρας (Γραία = Τανα - γραία). Από την πόλη «Γραίγος» της Ευβοίας κατάγονταν οι κάτοικοι - άποικοι της Ιταλίας, της Νότιας Γαλλίας, της Ελβετίας κ.λ.π, που χρησιμοποιούσαν το αλφάβητο των αρχαίων Χαλκιδαίων. Οι Ελβετοί, που πρώτοι παρέλαβαν αυτό το αλφάβητο της Χαλκίδας και αργότερα οι Λατίνοι και οι άλλοι λαοί, ονόμασαν τους Έλληνες «Γκρεκούς» (Gregy) αντί για «Γραικούς», από αδυναμία να προφέρουν τον φθόγγο [γ] και καθιερώθηκε στους Δυτικούς λαούς αυτή η εθνοονομασία. Η Εύβοια υπήρξε το εφαλτήριο για την εξάπλωση του Ελληνισμού σε όλο τον κόσμο. Κάτοικοι από το «Γραίγος», την «Γραία», την «Χαλκίδα», την «Ερέτρια», την «Κύμη» και άλλες πόλεις που σήμερα δεν υπάρχουν, ακολούθησαν χερσαίους δρόμους και κυρίως θαλάσσιους, δια μέσου του Βορείου και Νοτίου Ευβοϊκού και έφθασαν μέχρι τα παράλια της Μ. Ασίας, την Ιταλία, την Γαλλία, την Ελβετία κ. ά.

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β. 494- 499) αναφέρει μία πόλη «Γραία» στην περιοχή της Βοιωτίας: «… Αρκεσίλαος, Λήιτος, Πηνέλεως, Κλονίος, Προθήνορας αρχηγοί στους Βοιωτούς υπήρχαν, που στην Υρία έμεναν, στην όλο βράχια Αυλίδα, στην Σχοίνο, στον πολύλοφο Ετεωνό, στη Σκώλο, στη Θέσπεια, στην ανοιχτή Μυκαλησσό, στη Γραία, στο Άρμα, στο Ειλέσιο, στις Ερυθρές, στην Ύλη…». 

Ο Αριστοτέλης καθόριζε την θέση της Ομηρικής πόλεως «Γραία» στον Ωρωπό. Επίσης ο Θουκυδίδης (Β 23, 2), χρησιμοποιούσε την ονομασία Γραϊκή, για να δηλώσει την περιοχή του Ωρωπού, όπου ήταν η Πανδιονίδα φυλή (μία από τις 10 φυλές των Αθηνών).

Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, (Στέφ. Βυζάντιος, λέξη Γραικός), ο Ελλός, επώνυμος του προϊστορικού φύλου των Ελλών ή Σελλών, γιός του Βασιλιά της Φθίας Θεσσαλού και αδελφός του Γραικού (από τον πατέρα τους Θεσσαλό και εξάδελφος από την μητέρα του Αιμόνη αδελφής της Πανδώρας και μητέρας του Γραικού), ίδρυσε το Μαντείο της Δωδώνης  και έγινε ο πρώτος ιερέας του Διός. Ο Ελλός που κατοικούσε κοντά στη Δωδώνη επιχείρησε να κόψει με πέλεκυ την ιερή βαλανιδιά που βρισκόταν στο ιερό της Δωδώνης, αλλά τον εμπόδισε ένα περιστέρι με ανθρώπινη μιλιά, που είχε φωλιάσει στο δένδρο και από τότε ο Ελλός  έγινε πρώτος ιερέας (υποφήτης) του Διός και της Διώνης. Η προσπάθεια του Ελλού να κόψει το ιερό  δένδρο,  φανερώνει την αρχική αντίθεσή του προς αυτή την δρυολατρεία, όμως μετά το περιστατικό με το περιστέρι ο ίδιος ο Ελλός  έγινε  υποφήτης  της  χθόνιας  θεάς  που αντιπροσωπεύει τη  λατρεία της θεάς Γής (Διώνης), συζύγου του Δία (Δίας = ΔΩ, Διώνη = Δώνη = Δω -δώνη).  

Η λατρεία της χθόνιας θεάς Γής, η ρίζα της οποίας φθάνει στην 3η π.Χ χιλιετία, διατηρήθηκε μέχρι τα  ιστορικά χρόνια. Το ιερό Μαντείο ή ιερά οικία όπως ονομαζόταν, αποτελούνταν από έναν απλό ναό με περίβολο, τα ιερά σύμβολα της λατρείας, το μέγαρον (πρόκειται για χάσμα  Γής), όπου έριχναν, ταύρους, χοίρους και άλλα σφάγια της χθόνιας θεότητας, την Ναϊα πηγή, και την μαντική δρύ (φυγός). Η  αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φώς τα σύμβολα της θεάς Γής, όπως τον διπλό πέλεκυ, με τον οποίο γινόταν η θυσία του ταύρου και των άλλων ζώων, προς τη μητέρα Φύση. Ο ιερός ταύρος, που απεικονίζεται σε δρύινο στεφάνι, στην οπίσθια όψη αργυρών στατήρων (των χρόνων της Ηπειρωτικής Δημοκρατίας (234/233 -168/167 π.Χ), ενώ στην πρόσθια  όψη εμφανίζεται το θείο ζευγάρι,  ο Ζεύς και η Διώνη. Επίσης, βρέθηκαν ομοιώματα  περιστεριών που ήταν ιερά σύμβολα  της θεάς Γής.                

Σύμφωνα με  όσα  μέχρι  σήμερα μας είναι γνωστά, τα πρώτα Ελληνικά φύλα έφτασαν στην Ήπειρο και την περιοχή της Δωδώνης, περί του 1900 π.Χ. Συνεπώς την περίοδο αυτή έφεραν μαζί τους τη λατρεία της δρυός (φυγός), από την περιοχή του Ολύμπου όπου βρισκόταν αρχικώς, το ιερό Μαντείο και η ιερή βαλανιδιά με τον προφητικό ψίθυρο των φύλλων και τα κραξίματα των περιστεριών και εγκαταστάθηκαν πλέον στην περιοχή της Ηπείρου. Από τότε μέχρι τον 4ο μ.Χ αιώνα περίπου, οπότε επικράτησε ο Χριστιανισμός, κυρίαρχη θεότητα στο ιερό της Δωδώνης της Ηπείρου, ήταν ο Ζεύς και η Διώνη. Τον 3ο αιώνα π.Χ ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος, θέλοντας να συνεχίσει το έργο του Αχιλλέα και του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Δύση, εισήγαγε νέες λατρείες στο ιερό της Δωδώνης, όπως τη λατρεία  του Ηρακλή, της Αφροδίτης κ.ά.      

[ Για τα Ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Δωδώνης (Ελλούς - Σελλούς - Γραικούς - Αινιάνες), γίνεται εκτενής αναφορά σε άλλα κεφάλαια ].

Έρευνα - Επιμέλεια κειμένου: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  Ν. ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ